Η λέξη μοτέρ προέρχεται από τη γαλλική λέξη moteur και σημαίνει κινητήρας (μηχανή δηλαδή που μπορεί να προσδώσει κίνηση).

Η συγκεκριμένη έκφραση είναι μια παλιά σλανγκική έκφραση που αναφέρεται σε κάποιον σπιντάτο πολυλογά, σε κάποιον δηλαδή, που το στόμα του πάει σαν τον κώλο του κρυωμένου είτε σε μόνιμη, είτε σε περιστασιακή βάση (π.χ: όταν τελεί υπό συναισθηματική φόρτιση και συνεπώς δε βρίσκεται σε χαλαρή κατάσταση) με τη λογική πως ο τύπος έχει προσαρμόσει και καλά, κάποιο εικονικό μοτεράκι κάτω απ' τη γλώσσα του, για να μπορεί να μιλάει έτσι.

-Ρε Πέτρο, σύνελθε. Πως μιλάς έτσι; Μοτεράκι έχει η γλώσσα σου; Χαλάρωσε λίγο.
-Άστα. Που να στα λέω. Έχω πάθει μεγάλη ζημιά. Την έχω πατήσει άγρια. Άστα... έχω φουντώσει. Έχει πάρει φωτιά το κεφάλι μου μου... Γι' αυτό και με βλέπεις να μιλάω έτσι.

Μοτεράκι (από GATZMAN, 24/02/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Επισκέπτης

βγάζει μαλλιά η γλώσσα του δηλαδήσ!!!

#2
vip

και ακόμα ένα: πάει ροδάνι η γλώσσα του!!!

#3
Vrastaman

Συνειρμός: Αγαπημένο μου Αμερικάνικο σλάνγκ: This (ή, she) sucks like a Hoover!

#4
GATZMAN

και σε fast forward

#5
Galadriel

Δεν αφήνει κανέναν άλλο να μιλήσει. Αν πάρει κανείς μπροστά κατά λάθος, τον διακόπτει. [w=autosdiakopteitoneautotou6315:%CE%B1%CF%85%CF%84%CF%8C%CF%82%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CE%BA%CF%8C%CF%80%CF%84%CE%B5%CE%B9%CF%84%CE%BF%CE%BD%CE%B5%CE%B1%CF%85%CF%84%CF%8C_%CF%84%CE%BF%CF%85]Διακόπτει ακόμα και τον εαυτό του[/w].