Ο ξυλοδαρμός, το χοντρό ξύλο. Λέξη προελεύσεως τουρκικής, σύμφωνα με το λεξικό Τριανταφυλλίδη [τουρκ. perdah γυάλισμα, ανάποδο ξύρισμα]

  1. Απόσπασμα από βιβλίο του Νίκου Τσιφόρου:
    «Kάτι αναιδείς έρχουνται έτσι ν' ακουμπήσουνε το ξερό τους απάνω σε σωματικές σφαιρικότητες, λες, αδερφέ μου, και ικανοποιηθήκανε απολύτως με τούτη τη βρωμιά, κάτι άλλοι το προχωρούνε και λένε προστυχιές σιχαμένες και κατακαμαρώνουνε με τούτη την εκδήλωσι του »σελφ - σέρβις«..., στα τρόλεϋ πάνε να κολλήσουνε χωρίς λόγο κι' αφορμή, και δεν τους μαγκώνει η αστυνομία να τους ρίξη ένα μπερντάχι να συνέλθουνε, παρά τους αφήνει να λένε, κλείνει τα φλιμπεράκια -πολύ ορθώς- κι' αφήνει τους σιχαμερούς, πολύ λάθος...»

  2. Απόσπαμα μεταφρασμένου ποιήματος του Robert Gernhart:

«...ή, πιο καλά, ένα γερό μπερντάχι,
μπας κι επιτέλους κόψουνε τις πλάκες που μου ανακατεύουν το στομάχι».

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

#1
Vrastaman

Ο συνδυασμός με «γερό» είναι όλα τα λεφτα!

#2
pavleas

Σωστόν.

#3
GATZMAN

Το 'ξερα ως μπερντάκι. Μάθαμε και σημερα

#4
ο αυτοκτονημενος

μπερντακι το ηξερα και εγω

#5
kossim

Εγω το ξερω ως μπερντέκι