Στην καθομιλουμένη, σημαίνει ότι ψάχνομαι για καταστάσεις αι οποίαι θα με δυσκολέψουν, θα τις φάω και γενικά οδηγεί σε νταλαιπώργια.

Στην σλανγκ εκδοχή σημαίνει ότι πεινάω και ψάχνω το καλύτερο (θεωρητικά πάντα, γατί μπορεί να πέσουμε και σε γατόγυρο) γυράδικο, να κατευνάσω τη λίμα μου με κανά γυρόνι

ασίστ: το γυράδικο

- Κάνει πείνα, ή εγώ πεινάω;
- Κάνει πείνα! Είσαι για κανά πιτόγυρο;
- Πάμε γυρεύοντας;
- Τώρα αυτό για σλανγκ το είπες;
- Ουιτ!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από πολύ παλιά η ανάγκη του ανθρώπου για καταμέτρηση των διαφόρων αγαθών τον οδήγησε στα μαθηματικά (βλ. Σουμέριους, Αιγύπτιους κτλ).

Για την ευκολία του, να μην χάνει τον λογαριασμό δλδ, συστηματοποίησε την καταμέτρηση σε σύνολα (πχ δεκάδες για τα δεμάτια σταριού, ή εφτάδες για τις διμοιρίες στον στρατό κ.α, τα οποία δεν θα απασχολήσουν τον παρόντα ορισμό ενυφέρδερ).

Όταν λοιπόν μας πάνε άσχημα τα πράγματα και τρώμε τον ένα πίσω από τον άλλο, για να μη χάσουμε το μέτρημα ή/και για να προλάβουμε, δεματοποιούμε τα τσιβιά σε δεκάδες. Σαν τους φυλακισμένους ένα πράμα που τραβάνε μια λοξή κιμωλία για να κλείσει η δεκάδα, μετά τις εννιά κάθετες.

  1. Στον καφέ.
    - Πως τα πας ρε συ Εφραίμ;
    - Άσε έφαγα χοντρή ψωλιά. Με κυνηγάει η εφορία και τρέχω για διακανονισμό, το ΤΕΒΕ τα ίδια, τα πάγια κάθε μήνα σταθερά. Άσε σου λέω, δέκα τρώω, έναν μετράω.

(το Εφραίμ επειδή τον τέντωσαν την νεφραμιά)

  1. Ο στίχος στο τραγούδι Ασκιανός του Ν.Γωνιανάκη.

Χίλια μετράνε στο χωριό κι εγώ στο σπίτι ένα (εδώ εννοούνται βάσανα).Έπαιξε πάλι πένθιμα μες το χωριό η καμπάνα, όχι για ξένο άνθρωπο για τη δική μου μάνα.

(από Fotis Nitsiopoulos, 12/06/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Προφάνουσλυ, αυτός ο οποίος σκέφτεται μόνο το τομάρι του, ο παρτάκιας.

Ζωντανό παράδειγμα: ο Μοντεχρήστος, στον Ισοβίτη του Αρκά.

Μοντεχρήστος in action (από tryager, 20/06/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μετά από έντονη σωματική-πνευματική καταπόνηση, επέρχεται το φυσιολογικό φαινόμενο της κούρασης. Όσο είναι ανεβασμένα τα επίπεδα της αδρεναλίνης, της τεστοστερόνης κτλ, δεν το καταλαβαίνουμε. Όταν πέσει ο ρυθμός όμως σώμα και πνεύμα παραπαίουν. Εκεί χρησιμοποιούμε την έκφραση «μου βγαίνει η κούραση».
Σαν σλανγκ χρησιμοποιείται μεταφορικά αφενός για άτομα που ρετάρανε, βέλαξαν κτλ, είναι δλδ σε φάση που πνευματικές και σωματικές λειτουργίες υπολειτουργούν, αφεδύο για άτομα που γίνονται κουραστικά, βγάζουν νταλαιπώργια σε τρίτους, πρηξαρχίδια στο φινάλε.

  1. - Πού πας ωρέ κλεφτόπουλο;
    - Να βγάλω εισιτήρια για το έργο!
    - Ποιο έργο; Τώρα δεν είπαμε πάμε στον ψηλό; Βγάζεις κούραση ρε ψηλέ

  2. - Εσείς οι δύο, μοιράστε τα φυλλάδια να ξεμπερδέ!
    - Μη βγάζεις κούραση ρε σειρά!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Νταλικέρικη έκφραση, για να δηλώσει καταρχήν το προφανές. Τα χιλιόμετρα του πάνε ή του έλα, που δεν κουβαλάς φορτίο, άρα δεν πληρώνεσαι για το δρομολόγιο. Βέβαια οι ιδιοκτήτες νταλίκας φροντίζουν να κουβαλάνε cargo αλερετουρ, για ν΄αποφύγουν τη χασούρα. Δε τα καταφέρνουν πάντα όμως (άμα τα κατάφερναν δεν θα είχαμε και την φράση).

Μεταφορικά τώρα, χρησιμοποιείται για τη χασούρα γενικότερα και σε όλους τους τομείς ( οικονομικούς, αισθηματικούς κοκ ). Τζάμπα καίει η λάμπα, δλδ.

  1. Στιχομυθία καληνυχτάκηδων
    - Τι έγινε χτες με τη φορτωτική; Πως πήγε; Φάγαμε;
    - Μπα ρε φίλε. Τίποτα. Την πήγα στου διαόλου το κέρατο, και την καληνύχτισα. Ούτε καν βενζινογαμιάς Και οι δύο ταυτόχρονα:
    - Άδεια χιλιόμετρα ρε πστμ!

  2. - Πού, ρε συ;
    - Τούαλετ.
    - Μπύρες;
    - Ναί.
    - Άδεια χιλιόμετρα ρε μλκ. Πιές κανά μπέρμπον.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δηλαδή, αυτό που σου λέω είναι πολύ σημαντικό, είναι μια αλήθεια ζωής (πικρή βέβαια) που θα σε συνοδεύει για πάντα κι άμα την ακολουθήσεις θα σου χρησιμεύσει, θα σε ατσαλώσει. Εξ ου και σκουλαρίκι, που είναι μέταλλο, ανθεκτικό και μόνιμο. Αλλιώς θα λέγαμε βάλε «μάρτη». Γι' αυτό το να το έχεις όπως το σκουλαρίκι, σημαίνει να το έχεις ''δεμένο'' πάνω σου, χαλκά που λέμε, βιδωμένο μες το μυαλό σου.

- Δεν περίμενα τέτοια ξήγα από τον και καλά φίλο, ειδικά στη φάση που περνάω.
- Αμίγκο, όταν ανεβαίνεις έχεις πολλούς παραστάτες, άμα αρχίσει ο κατήφορος είσαι μόνος. Αυτό που σου λέω κάν' το σκουλαρίκι.

(Και το έκανε)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κατά τη διαδικασία του γδαρσίματος ενός ζώου, χρησιμοποιείται από τον γδάρτη ένα καλάμι (μασούρι), το οποίο περνά στο πίσω πόδι του σφάγιου για να το φουσκώσει, διαχωρίζοντας το δέρμα από το κρέας. Μετά είναι πιο εύκολο να αφαιρέσει την προβιά.

Είναι μία διαδικασία γδαρσίματος κατά την οποία το σφάγιο σχεδόν διπλασιάζεται σε όγκο, οπότε μεταφορικά όταν κάποιος παχύνει απότομα ακούει την εν λόγω φράση.

Συνέχεια της στιχομυθίας του Λιλιάμτη με το συμμαθητή του από το χτενίζω τις κωλότριχες:
- Καλά ρε φιλαράκι πως φούσκωσες έτσι;
- Ε, να τρώμε λιγάκι παραπάνω (λες και τρώνε 2 μαζί)...
- Τι λιγάκι που είσαι σα να σε φούσκωσαν με το μασούρι!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μπαμπαδισμός / μαμαδισμός που ακουγότανε κάθε φορά που το βλαστάρι έπεφτε και έκλαιγε. Όσοι μπορούν ακόμα να επαναφέρουν μνήμες από τα 3-4 τους χρόνια, πολύ πιθανόν να το έχουν ακούσει. Ίσως αυτό που πραγματικά μας ωριμάζει είναι τα ζόρια.

Σήμερα άμα το ακούσουμε παίζουν δυο τινά: ή μάς δουλεύουν ή μάς δουλεύουν τελείως, χωρίς να αποκλείεται και το 1% της τρυφερότητας.

- Πρόσεχε παιδάκι μου θα σκοτωθείς
- ΜΠΑΜ. Ουα!!!
- τσώπα, τσώπα τώλα...θα μεγαλώσεις.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο έχων τους κοιλιακούς του καραγραμμωμένους, τόσο που θυμίζουν πλήκτρα πιάνου.

Μιλάμε θα μάσει πολύ ξύλο ο δικός σου. Άμα τον δεις τον άλλο, έβγαλε το μπλουζάκι και τρομάξαμε με τους κοιλιακούς του. Πιάνο, λέμε.
(κουβέντα πριν από αγώνα μποξ)

Ινσέψιο. (από Khan, 13/03/15)

βλ. και εξαπάκετο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

H έκφραση δηλώνει την παντελή αδιαφορία τινός σε καταστάσεις οι οποίες απαιτούν υπευθυνότητα, άμεση ανταπόκριση, ή τεσπά μια ενεργητική αντιμετώπιση. Είναι συνώνυμη των ξύνω, ματώνω, εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται, λαμβάνει όμως πιο απαξιωτική χροιά για τον δέκτη, η οποία εξαρτάται κυρίως από το υφάκι του πομπού.

Όπως και να το κάνουμε το να ξύνεις τ' αρχίδια σου σε μια προτροπή είναι πιο αντρουά από το να ασχολείσαι με τον καλλωπισμό της τριχοφυΐας των οπισθίων σου. Συνεπώς ο εκστομίζων τη προκείμενη, στοχεύει εκτός από τον εγωισμό σου, το φιλοτιμό σου κ.τ.λ., εις το να πλήξει τον ανδρισμό σου. Διότι στον καλλωπίζωντα τις κωλότριχες, κουμπώνει (μεταφορικά και κυριολεκτικά ) το κάνε χωρίστρα κι έρχομαι.

Υπάρχει και η περίπτωση να χρησιμοποιείται σκοπίμως, από μερίδα ανδρών:

  • είτε γιατί το ξύσ' τ' αρχίδια σου δεν συνάδει με τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό και προτιμούν τις γκεϊλιτεχνικές εκφράσεις,
  • είτε γιατί θέλουν να αντιστρέψουν - διασκεδάσουν το κλίμα που προσπαθεί να δημιουργήσει ο εκάστοτε σπασαρχίδης. Και, παρ' όλο που την καπότα δεν τη βγάζουν κλάνοντας, δηλώνουν στον συνομιλητή τους ότι, όχι μόνο δεν τους ακούμπησε η ατάκα, αλλά έχουν γραμμένη και την οποιαδήποτε άποψη, αυτός θα σχηματίσει, με τα λεγόμενά τους.

    Η περίπτωση να χρησιμοποιείται απο το γυναικείο φύλο αποκλείεται, ή δεν έχει, τουλάστιχον εις κατάστιχον, επισήμως καταγραφεί.

Με διαφορετική προσέγγιση, η έκφραση χτενίζω κωλότριχες είναι συνώνυμη των παρκάρω πούτσες, βαράω μαλακία στους κουλούς, ξυρίζω αρχίδια και τέλος, γυρνάω μεριά τις ψωλές σε πλάζ γυμνιστών, να μην αρπάξουν. Η τελευταία εργασία (ένσημα βαρέα ανθυγιεινά) με γαντάκι και καλάμι, απαραίτητα αξεσουάρ.

  1. (Μεταξύ φίλων: )
    - Δεν είπαμε να έρθεις στις 03.00 για να προλάβουμε;
    - Δε προλαβαίνουμε;
    - Εμ δεν προλαβαίνουμε. Άμα χτενίζεις τις κωλότριχές σου δυο ώρες, τι να προλάβουμε;

  2. (Στο εργοτάξιο: )
    - Ωχ, έσκασε μύτη ο σπασοκλαμπάνιας
    - Ρε σεις οι δυο εκεί κάτω! Πάλι τις κωλότριχές σας χτενίζετε; Έχουμε δουλειά!

  3. (Στο γκέημπαρ: )
    - Δε μου λες χρυσή μου, έκανες τίποτα το πουτσουκου;
    - Μπα, χτένιζα τις κωλότριχές μου.

  4. (Στο καψιμί: )
    - Ρε στραβάδι πάλι τα ξύνεις; Για έλα εδώ παιδάκι κι ότι έψαχνα αγγαρειομάχο
    - Δε παίζει αμίγκο, μετά το ξύσιμο έχω να χτενίσω τις κωλότριχές μου.
    - Εκδηλώθηκες, μωρή κρυφή!
    - ...

  5. (Στο νοσοκομείο: )
    Ο νοσοκόμος Λιλιάμτης, προετοιμάζει γερόντιο για αφαίρεση αιμορροΐδων κι έχει ξεχάσει την πόρτα του θαλάμου ανοικτή. Διερχόμενος γνωστός του από το στρατό (έχουνε χρόνια να ιδωθούνε), τον ρωτάει:
    - Ε, Λιλιάμτη! Που είσαι αρά χαμένους; Τι φκιάνς;
    - Αρ, δε γλιέπς; Κωλότριχες χτενίζου.

(από BuBis, 08/09/09)άλλος; (από BuBis, 08/09/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία