Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Παλαιά αγροτοσλάνγκ. Δανεικαριά καλείται η μέθοδος αγροτικής συνεργασίας μεταξύ δύο αγροτών ή δύο ομάδων αγροτών, κατά την οποία συμφωνείται να δουλευτούν τα κτήματα και των δύο αγροτών από κοινού και τους δύο. Η συμφωνία έχει ξεκάθαρο σκοπό την αποφυγή εργατικού κόστους.

1) Σημερα θα μαζέψουμε τις ελιές σου και αύριο τις δικές μου. Θα το πάμε δανεικαριά. Είσαι μέσα;
2) Ευτυχώς με τη δανεικαριά μας βγαίνει φτηνότερα μάναμ'

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία