(Το λήμμα δεν θα μπορούσε να γραφτεί χωρίς την καθοριστική συμβολή του Δύτη των Νιπτήρων, που εδώ, στο σχόλιο 7, έριξε στο τραπέζι τη λέξη που έλειπε, βάζοντάς με στον σωστό δρόμο. Δεν γνωρίζω τον άνθρωπο προσωπικά, όμως τον ευχαριστώ θερμά για τη βοήθεια. Αυτονόητες είναι οι ευχαριστίες μου και προς τον σύσσλανγκο sarant που είχε την καλοσύνη να φιλοξενήσει την απορία μου στο ιστολόγιό του).

Η λέξη καλτανκανάτι σημαίνει ανάριχτο φόρεμα του πανωφοριού στις πλάτες, χωρίς να περαστούν τα μανίκια, αλλέως αναπεταρίκι. Ο Ηλίας Πετρόπουλος καταγράφει τη λέξη ως τροπικό επίρρημα (καλτακανά), συνδέοντάς την εσφαλμένα με το τουρκ. kaltak = πόρνη. Εν τούτοις, η λέξη διασώζεται με την μορφή που λημματογραφείται εδώ ήδη από το 1835. Σε σχόλιό μου εδώ είχα διατυπώσει παλιότερα τις ενστικτώδεις επιφυλάξεις μου σχετικά με την Πετροπούλεια ετυμολογία, μαντεύοντας σωστά τη μισή αλήθεια (νταξ, τα μισά). Την υπόλοιπη τη χρωστάω στον ως άνω Λαβαμπό Βουτηχτησί Εφέντη.

Το λεπόν: Η (καρα-ρετρό, εξαφανισμένη πλέον) λέξη προέρχεται από παραφθορά του τουρκ. kartal kanat / kartal kanadı = φτερό αετού, και παραπέμπει ευθέως στην εικόνα 2 φτερών που ανεμίζουν πίσω από τον φέροντα το ένδυμα. Πρόκειται για τούρκικο ιδιωματισμό που σημαίνει ακριβώς αυτόν τον τρόπο φορέματος του παλτού / πανωφοριού / επενδύτη.

Τη μετάφραση των παραδειγμάτων την έκανα με τα χεράκια μου, άρα μάλλον φέρω και τη σχετική ευθύνη γμτ.

ΚΑΛΤΑΝΚΑΝΑΤΙ (το βάλσιμον του επανωφοριού όχι με τα μανίκια περασμένα. Ο Γαζής εσημείωσεν ομώνυμον λέξιν το Αναπεταρίκι: δεν την ήκουσα).

Σκαρλάτος Βυζάντιος εδώ

Η πόρνη, για να ανταπεξέλθει στο κρύο (μην ξεχνάτε πως ήταν σχεδόν γυμνή) καθότανε σε μιά καρέκλα, καβάλα στο μαγκάλι, με ανοιχτά τα σκέλια, ρίχνοντας μια πατατούκα στη ράχη της. Γιαυτό, όταν βλέπουμε κάποιον με ανάριχτο παλτό λέμε: το φόρεσε καλτακανά.

Ο Ηλίας Πετρόπουλος τα κάνει ετυμολογικώς πουτάνα όλα, στο Μπουρδέλο, εκδ. γράμματα.

20-30 kişilik bir göçmen kafilesi başında bulunan bu ihtiyar, omuzlarına kartal kanadı attığı paltosu ve elindeki asası ile bir yolcudan çok doğu mitolojisindeki yarı tanrı kabile reislerine benziyordu. (Αυτός ο γέρος ο επικεφαλής μιας ομάδας 20-30 προσφύγων, με το παλτό ανάριχτο στους ώμους και το ραβδί στο χέρι, έμοιαζε περισσότερο με ημίθεο αρχηγό φυλής της ανατολίτικης μυθολογίας παρά με ταξιδιώτη).

εδώ

Sekiz köşe kasket vardı başında, ayakkabılarının topukları basılıydı, palto omuzlarında kartal-kanat, sarkık bıyıkları fırça gibiydi [...](Στο κεφάλι φορούσε μια οκτάγωνη τραγιάσκα, τα τακούνια των παπουτσιών του ήταν φαγωμένα, το παλτό ανάριχτο στους ώμους, τα κρεμαστά μουστάκια του σαν βούρτσα [...]

εκεί

Παραπέρα το kartal kanat ως παλιό οθωμανικό ένδυμα, που ακόμα παραπέρα περιγράφεται ως μπολερό με μανίκια που μοιάζουν με φτερά αετού.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η ευγενής προσφορά συμπολιτών να βοηθήσουν τον ανήμπορο ή την χήρα σε δουλειές, κυρίως στο χωράφι αλλά και "για να κτιστεί σπίτι ή να ανοίξουν κάποιο δρόμο". Γίνεται πάντα χωρίς αμοιβή (βλ. παρ. 1). Κάποτε γινόταν με πρωτοβουλία του ιερέα μετά τη λειτουργία της Κυριακής.

Από το ρήμα εξ-ελαύνω, λέει εδώ (δηλ. Λεξικό του ΔΗΜ.Β.ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΥ) και αλλού.

Μια δεύτερη όμως ετυμολογία, είναι από το ρήμα έλκω + έξω, δηλ. τραβάω έξω, βγάζω. Στο κείμενο όπου βρήκα αυτή την δεύτερη ετυμολογία, βρήκα ΚΑΙ την παραπάνω σημασία της λέξης, αλλά ΚΑΙ μια άλλη, που προφ σχετίζεται με την δεύτερη ετυμό: το καθάρισμα του καλαμποκιού από τα φύλλα του (βλ. παρ. 2).

Δηλαδή, όπως λέει αυτό το κείμενο, "αυτολεξεί είναι το ξεφλύτσισμα του αραποσιτιού. [στην] ουσία, σημαίνει συνεργασία, αλληλοβοήθεια, σύμπνοια, κατανόηση, αγάπη, προσφορά, ανιδιοτέλεια, ανυστεροβουλία."

Η πρακτική αυτή συνηθίζεται ακόμα (βλ. πάλι εδώ).

Απ' όσο κρίνω, είναι κυρίως πελοποννησιακής έμπνευσης: οι αναφορές (παρελθοντικές ή σημερινές) είναι από Κοπανάκι και Αυλώνα Μεσσηνίας, Σέρβο και Βέρβενα Αρκαδίας, Χάβαρι Ηλείας κά.

  1. Εκείνος που ήθελε να κάνει ξέλαση, πληροφορούσε για την εργασία που ήθελε στα μαγαζιά ή τους τόπους συγκέντρωσης τους κατοίκους ότι την τάδε Κυριακή ή αργία θα έχει ξέλαση, και παρακαλούσε όλους άνδρες και γυναίκες, να έλθουν και να βοηθήσουν με όποιο τρόπο μπορούσαν. (από εδώ)
  2. Ξέλαση λέγανε το ξεφλύτσισμα. Ήταν η δουλειά που σκοπό είχε να βγάλουν από το «τρουμπούκι» του καλαμποκιού τα «πούσια», δηλαδή τα φύλλα που κάλυπταν τον καρπό του. Και αυτή η δουλεία είχε την τεχνική της.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία