Σκυλαμπίλιτι ή σκυλability
Η ικανότητα που διαθέτει το εν λόγο άτομο να γίνεται σκύλος/σκύλα/σκυλί, αγγλιστί "bitch mode potential"
- Ο Μίλτος ρε μαν έβγαλε δόντια και δεν του το 'χα να αντιδράει έτσι...
- το κάνει συχνά, έχει τρελό σκυλαμπίλιτι!
Σκυλαμπίλιτι ή σκυλability
Η ικανότητα που διαθέτει το εν λόγο άτομο να γίνεται σκύλος/σκύλα/σκυλί, αγγλιστί "bitch mode potential"
- Ο Μίλτος ρε μαν έβγαλε δόντια και δεν του το 'χα να αντιδράει έτσι...
- το κάνει συχνά, έχει τρελό σκυλαμπίλιτι!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Glory hope, αποδιδόμενο μεταξύ άλλων ως τρύπα της χαράς, είναι τρύπα που είναι ανοιγμένη στις μεσοτοιχίες δημοσίων αποχωρητηρίων ή άλλων χώρων, λ.χ. δωματιάκια σε τσοντάδικα ή παρτουζάδικα ή χώρους με BDSM σαδομαζοχιστικά παίγνια ή άλλα γαμαζιά με σκοπό να έρθουν σε σεξουαλική επαφή οι χρήστες / ένοικοί τους, κυρίως για στοματικό σεξ, οπότε μιλάμε για τσιμπουκότρυπα, αλλά όχι μόνο. Προσφέρει το πλεονέκτημα της ανωνυμίας για κρυφές που τους τρώει ο σκόρος, αλλά βοηθά και όσους συμπολίτες μας δεν έχουν καλή εμφάνιση σε φάση θα γυρίσει ο τροχός, θα γαμήσει κι ο χοντρός. Glory hope είναι η αρκετά φιλόδοξη αλλά όχι εντελώς παράλογη ελπίδα (hope στα αγγλικά) ότι πίσω από την τρύπα της χαράς θα βρίσκεται ο πρίγκιπας ή πριγκίπισσα ή drag king ή drag queen των παραμυθιών και των φαντασιώσεών μας.
Η glory hope πεθαίνει πάντα τελευταία.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο υπερασπιστής του να είναι ανοικτές οι σχολές και να μη γίνονται καταλήψεις.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Συνήθης απάντηση στην ερώτηση «Ποιος;» με παράλληλη μέτρηση του σκορ από τον αδιαφιλονίκητο σκόρερ. Συνοδεύεται με κάποιον από τους ποικίλους τρόπους να υποδεικνύει κάποιος τ' αχαμνά του στον ηττημένο.
- Ποιος;
- Αυτός! 1-0!
- Ε, είσαι μαλάκας...
Περίπτωση βρώμικου στησίματος: Πολύ συχνά, η ερώτηση «Ποιος;» προκαλείται από τον ίδιο τον θύτη-σκόρερ με την αόριστη αναφορά κάποιου ονόματος που το θύμα δεν αναμένεται ν' αναγνωρίσει.
- Ωχ, κοίτα εκεί, ο Αριστοτέλης ο Σκορδομπούτσογλου.
- Ποιος;
- Αυτός! 1-0!
- Μουνάκι! Αυτό σημαίνει πόλεμο...
Επίσης ποια Ελένη;.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ή εκεί που χάνονται οι αναπτήρες.
Ηρεμήστε. Δεν είναι σλανγκ. Είναι έκφραση. Συμμερισθείτε και απολαύστε.
Σημαίνει ότι κάτι, κυρίως άψυχο αντικείμενο, χάθηκε απρόσμενα, αθόρυβα, χωρίς να αφήσει ίχνη, σχεδόν ύπουλα κάτω από τη μύτη μας. Άνοιξε η γη και το κατάπιε. Η νοηματική σύλληψη είναι μάλλον κοινή σε αγγλόφωνα περιβάλλοντα - την έκφραση την άκουσα αυτοπροσώπως στα ελληνικά από Έλληνα που σφόδρα αμφιβάλλω αν ήξερε καμία ξένη γλώσσα ώστε να μιλάμε για απλή μετάφραση.
Έχετε σκεφτεί ποτέ πού σκατά πάνε όλα τα στυλό και οι αναπτήρες που χάνονται από τη μια στιγμή στην άλλη; Πολλούς ανθρώπους απασχολεί το ζήτημα, κανέναν όμως δεν φαίνεται να απασχολεί ιδιαίτερα το γεγονός ότι παραμένει εν πολλοίς ανεξήγητο.
Σίγουρα έχετε ακούσει τις θεωρίες ότι στις άκρες των γραφείων, κάτω από φακέλους και χαρτιά, στα σκοτεινά βάθη των χαρτοφυλάκων αλλά και μέσα στην πολύπλοκη γεωμετρία των αντικειμένων πάνω στα τραπέζια και τα σταντς των καφέ και των μπαρ (η οποία είναι ένα μυστήριο μηχανικής από μόνη της) δημιουργούνται εφήμερες μικρές μαύρες τρύπες, πύλες σε μια άλλη διάσταση, σε κάποιους άλλους κόσμους του χωροχρόνου.
Δεν μπορεί, άλλωστε, να είναι άσχετο το γεγονός ότι το φαινόμενο ξεκίνησε με τα γυαλιά πρεσβυωπίας, τα κλειδιά και τα μισά ζευγάρια κάλτσες που εξαφανίζονταν ήδη από καιρό, πριν την εφεύρεση του στυλό και του αναπτήρα.
Λένε, δηλαδή, ότι η διαχείριση τόσου μεγάλου όγκου εισερχόμενου «απολεσθέντος» υλικού απαίτησε τόσο τερατώδη γραφειοκρατία στους κόσμους υποδοχής, που τους οδήγησε να εξαντλήσουν ολοκληρωτικά τα αποθέματά τους σε γραφική ύλη, αναζητώντας απεγνωσμένα νέα κοιτάσματα στυλό. Το σοκ στον πολιτισμό τους όμως ήταν πολύ μεγάλο, εξού και η κατρακύλα τους στο κάπνισμα της τοπικής τους χλωρίδας και σε κοινωνικές αναταραχές με εμπρησμούς, στοιχεία που συνάγονται από την στροφή τους στην «απαλλοτρίωση» αναπτήρων.
Η αδυναμία τους να εφεύρουν μια απλή ηλεκτρονική βάση δεδομένων και να ξεμπερδεύουν ίσως μπορεί να εξηγηθεί με τον ίδιο τρόπο που εξηγείται η αρχική τους εμμονή να κατακλέβουν το σύμπαν από κλειδιά για σπίτια και αυτοκίνητα που δεν έχουν και κάλτσες που δεν μπορούν να ταιριάξουν μεταξύ τους αλλά και γυαλιά πρεσβυωπίας: είναι απλά κοντόφθαλμοι ηλίθιοι τους οποίους θά 'πρεπε από καιρό να έχουμε εξοντώσει, αν το τμήμα μάρκετινγκ της κόκα-κόλα δεν ασκούσε τόσο μεγάλη επιρροή κατά της γόμωσης χριστουγεννιάτικων καλτσών με πυρηνικά, χάριν προστασίας της ετήσιας εορταστικής καμπάνιας της εταιρείας.
Οι πιο ψαγμένοι, βέβαια, μπλογκάρουν χρόνια την θεωρία ότι η BIC ελέγχεται από την δοσίλογη υπερμυστική παγκόσμια κυβέρνηση που τά 'χει κάνει πλακάκια με τους εξωγήινοι και καταστέλλει την αντίσταση διοχετεύοντας στην αγορά φθηνά στυλό εφοδιασμένα με κινητική μνήμη και αναπτήρες με στερεοφωνική τσακμακόπετρα τα οποία στη συνέχεια συλλέγει, τους πατάει το ριπλέι και ενημερώνεται για ό,τι έγραψε ποτέ κανείς με αυτά ή είπε κοντά τους.
Διάφοροι άλλοι λιγότερο παρανοϊκοί μιλούν για την κβαντική αστάθεια κάθε μικρού χρήσιμου αντικειμένου και πως η κυματική του μορφή στατιστικά πρέπει να καταρρέει συχνά όταν βρίσκεται εκτός παρατήρησης, κάτι σαν την γάτα του Σρέντιγκερ για τους φιλόζωους.
Ένα πράγμα, όμως, στο οποίο όλοι οι παραπάνω συμφωνούν είναι η αδυναμία προσκόμισης οποιουδήποτε στέρεου αποδεικτικού στοιχείου για την εξήγηση του φαινομένου, είτε λόγω έλλειψης στυλό για να γράψουν μια αξιοπρεπή μαθηματική απόδειξη, είτε επειδή έχουν χάσει - ξανά - τα κλειδιά του αυτοκινήτου τους ώστε να φτάσουν στην συνέντευξη Τύπου, είτε γιατί θα φαίνονταν γελοίοι κάνοντας τόσο κοσμοϊστορικές ανακοινώσεις για την κατανόηση του σύμπαντος φορώντας παράταιρες κάλτσες.
Είτε γιατί, πολύ απλά, όλα τα καυτά έγγραφα χάθηκαν εκεί που πάνε τα χαμένα στυλό.
Πρωτοτύπως ακουσμένο σε ραδιοφωνική εκπομπή της Θεσσαλονίκης, το 2007:
- Τι θα πει «τρύπα στο ταμείο του Δήμου»; Ποιος ήτανε δηλαδή ταμίας; Να τον βάλουν κάτω και να τον ρωτήσουν, πού είναι ρε τσόγλανε τα λεφτά;
- Τι ψάχνεις τώρα να βρεις ρε συ, εξαφανιστήκανε τα λεφτά. Σιγά μη βρούνε αυτόν που τά 'φαγε.
- Για στάσου ρε φίλε, μιλάμε για πενήντα εκατομμύρια, δεν είναι τα ρέστα από τον καφέ, δεν είναι ψιλοπράματα!
- Εγώ στο λέω ρε, χαθήκανε τα λεφτά, πάνε, αέρας, πώς το λένε;
- Πώς χαθήκανε δηλαδή, πού χαθήκανε; Εκεί που πάνε τα χαμένα στυλό;
- Με τις κλήσεις για παρκάρισμα που έχεις να φας για να καλυφθεί η τρύπα θα το χωνέψεις, πού θα πάει...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Σημαίνει το επικοινωνιακό χάρισμα και είναι αντιδάνειο από την ελληνική λέξη χάρισμα από το αγγλικό charisma. Λέξη του 2023, συνηθίζεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Έχει ριζ που λένε και οι Αμερικάνοι.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Εξαιρετικά διαδεδομένος όρος μεταξύ των φαντάρων που σημάνει χαλαρά, εύκολα, ασυνήθιστα ξεκούραστα για τα στρατιωτικά δεδομένα.
Επίσης ο ορός χρησιμοποιείται και για τον ύπνο.
- Την περάσαμε τούφα !!!
- Όταν είναι ΑΥΔΜ ο Γερακάρης, όλο το στρατόπεδο είναι τούφα...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ξεκινάμε από τα προφανή. Το ρήμα προκύπτει (ή απ'αυτό το ουσιαστικό; η κότα και τ' αβγό...) από την εύκαμπτη, ελαστική, ισχυρά τεντωμένη δωρική κορδά που μας πήραν οι λατίνοι κι έτρεψαν σε chorda, επέστρεψε στα πάτρια κατά το μεσαίωνα ως κόρδα και πλέον την λέμε χορδή.
Ολόκληρο ταξίδι στο χωροχρόνο δηλαδή για να ανέβει μια συλλαβή ο τόνος σε μια λέξη που έμελλε στην σημερινή της μορφή (μετά και τις αλλαξοκωλιές των ουρανικολήκτων και την τροπή του α σε η) να ξαναρίξει τον τόνο και τελικά να θυμίζει αγενές αέριο. Κι όποιος το πιστέψει είναι έτοιμος για έδρα καθηγητού γλωσσολογίας.
Κορδώνω σημαίνει «τεντώνω στα όρια σπασίματος», «στρετσάρω».
Πάμε στα δικά μας γιαβάς-γιαβάς. «Τον». Ποιον; Εκεί εντοπίζεται όλο το παν. Ποιον μπορεί να κορδώνω; Ποιον επιτέλους, αν όχι «αυτόν» που μας χαρακτηρίζει ως φύλο.
Και τι μπορεί να σημαίνει η πλήρης έκφραση τον κορδώνω; Κατ' ελάχιστο σηματοδοτεί ακόμα ένα σουρεαλιστικό (βλ. πέος ως έγχορδο) και σκοπίμως βερσατίλ στη χρήση διαμάντι της πελοποννησιακής αργκό, από εκείνα που λατρεύουμε να απευθύνουμε και μισούμε να μας απευθύνουν.
Τον κορδώνω στη θετική του χροιά σημαίνει την ετοιμότητα προς διακόρευση, γενικώς προς δράση, συνεκδοχικά το πάθος, τον ενθουσιασμό για αυτό που επίκειται να γίνει.
Στην αποθετική -και συχνότερη, εννοείται- διάστασή του, σημαίνει την τεμπελιά και δη εκείνη την τεμπελιά που χαραμίζει τις μετρημένες στύσεις που δικαιούται ο ανήρ στη διάρκεια μιας ζωής (οι οποίες δεν θα είναι ποτέ αρκετές, όσες κι αν είναι). Το χείριστο είδος απραξίας δηλαδή, η αεργία, η αναβλητικότης.
Άβυσσος η ψυχή του Πελοποννησίου. Όσο αβυσσαλέα είναι η σχέση του με φτούνο το θαυμάσιο πράμα που χαρίζει ηδονές και σκορπίζει τιμωρίες. Εάν λοιπόν το χρησιμοποιείς σωστά, τον κορδώνεις και προχωράς. Εάν όχι, τότε κάθεσαι και τον κορδώνεις.
Αναλυτικά:
Η πελοποννησιακή εκδοχή του ανδρισμού, κατ' επέκταση της ωφέλιμης χρήσης του ανδρικού μορίου, εστιάζεται κι ευδοκιμεί στις δύο κυρίαρχες δραστηριότητες του είδους μας, τον πόλεμο και τον έρωτα*. Πρόκειται για μαθητεύουσα δια βίου κατάσταση που απαιτεί διαρκή εγρήγορση (κόρδωση, ετοιμότητα) κατά τη λήψη αποφάσεων που μπορούν εν δυνάμει να θέσουν εν αμφιβόλω** τον ανδρισμό τινός.
Συνάγεται δε πελοποννησιακώς ότι έχεις κατακτήσει το νόημα της ζωής του άρρενος αν αφενός εντρυφείς στις χαρές της (διαμέσου των απολαύσεων που γενναιόδωρα μοιράζει το εν κορδώσει πέος) κι αν αφετέρου γνωρίζεις τι θα ειπεί να είσαι άνδρας (ήτοι να διατηρείς τη στύση σου- το υψηλό ηθικό σου σε κάθε έκφανση των δραστηριοτήτων σου). Ω! Είναι λιτοί οι βίοι των Πελοποννησίων ανδρών, λιτοί κι απέριττοι.
Ως δε προς την αποθετική χρήση, άντρας βεβαίως δεν είναι όποιος τον έφαγε κτλ (είναι άλλωστε ανύπαρκτα τέτοιου τύπου διλήμματα κάτ' απ' τ' αυλάκι) αλλά ούτε είναι άντρας όποιος απόσχει, δεν συνεισφέρει στο νταραβέρι, δεν επιφέρει ποικίλες μεταβολές δια της βροντερής εν κορδώσει κοινωνικής του παρουσίας στον εκάστοτε χώρο. Οι εν οίκω κορδώσεις άνευ μαρτύρων είναι ωσαύτως άνευ ουσίας.
Αντώνυμο ο ακόρδωτος/ξεκόρδωτος/αξεκόρδωτος. Παράγωγο η μονοκορδωσιά, ήτοι η χωρίς χαλάρωση του πέους δισυνεχόμενος συνουσία, την οποία συχνάκις χρησιμοποιούν μεταφορικώς οι πελοποννήσιοι για να περιγράψουν εξουθενωτικές κι ανελεήτως αδιάλειπτες συνθήκες. Αξίζει δικό της λήμμα αλλά δε βαριέσαι.
κυριολεκτικώς: Την πήδηξε δυο φορές μονοκορδωσhά.
μεταφορικώς: Πήγα άυπνος στη δουλειά (δι’ υπαλλήλους) / μετά το τρένο ανέβηκα βαπόρι (δια ταξιδιώτας) / είχα συνεχόμενα ραντεβού από τις 5 έως τις 10 (δι’ ελευθέρους επαγγελματίας) / σε μια μέρα επισκέφθηκα Ναύπακτο-Πάτρα και Αίγιο(δια πωλητάς) => το πήγα/με πήγε μονοκορδωσhά.
Έτερες συγγενείς χρήσεις βλ. σχετ. τα κόρδωσα ήτοι «τα τίναξα», αλλά να μην συγχέουμε τα σώβρακα με τα πουκάμισα.
Ως προς τα του λήμματος, ξεκινώντας από το αποθετικό:
Πλάτων: Τζώρτζ, αύριο λήγει η προθεσμία για τα ταμεία, πετάξου να αιτηθείς τη δοσοποίηση.
Γιώργος: Αμάν! Αύριο λήγει;
Πλάτων: Αφού κάθεσαι και τον κορδώνεις.. μια βδομάδα είναι που στο λέω..
Το θετικώς διακείμενο:
Πλάτων: .. Και που λες μπαίνει μέσα ο ρουμάνος κι αρχίζει το γκριντάφ.. «Από δω και μπρος» λέει «θα στέλνετε με φαξ τα τιμολόγια στο γραφείο αμέσως μόλις τα πάρετε». Τον κορδώνω κι εγώ και του λέω «Κε Διευθυντά εμάς μας έχουν φάει οι δρόμοι, στο λογιστήριο έγινε η μαλακία, εμείς θα τα ακούσουμε πάλι;»
Γιώργος: Κι αυτός τι είπε;
Πλάτων: Ε; τι να πει.. δεν τον έπαιρνε.
* Όπως λακωνικά διευκρίνισε ο θρυλικός εκπαιδευτής Χάρτμαν των πεζοναυτών του Κιούμπρικ, αναπαύοντας επί δεξιού ώμου το M-14 και κραδαίνοντας με την αριστερή την τσουτσούνα του, «αυτό είναι το ντουφέκι κι αυτό ειν’ το πιστόλι, αυτό είναι για να μάχομαι και το άλλο για διασκέδαση». Όλο και κάποια ριζούλα από τα άγια χώματα θα συνυπήρχε μέσα του. Το δίδαγμα είναι προφανές: «οπλίζω» και «κορδώνω», ναι μεν φαίνονται συναφή, πλην αλλ' όμως πρέπει να διαχωρίζονται με σαφήνεια.
** Στις παρανοϊκές τους στιγμές οι Πελοποννήσιοι βλέπουν δαίμονες τέτοιας αμφισβήτησης ακόμα και στον τρόπο που κρατάνε το ποτήρι του κρασιού.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Το πολύ κρύο. Παραλλαγή της λέξης ψοφόκρυο.
- Πώς ήταν ο καιρός στην Αυστρία τα Χριστούγεννα;
- Ψωλόκρυο, φίλε... Μέσα μείναμε...
Κι άλλα για πολύ κρύο: γίνομαι αρχαίος, δάγκωσα τ' αρχίδια μου, δάγκωσα το καβλί μου, δαγκώσει, τον / την έχω, κάνει κρύο, καιρός για τρίο, Λος Ψόφος, μπιλοζίρια, ξυλιάζω, πουτσόκρυο, τα αρχίδια μου έχουν γίνει φακές, τουρτουρίζω, τσάφι, τσόκρυο, ψόφος
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Υγρό απροσδιόριστης σύστασης και αμφίβολης ποιότητας και αποτελεσματικότητας σε σχέση με ό,τι πλασάρεται πως είναι.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!