Κολυμπηθρόξυλο: ξύλο που απομένει από κατεστραμμένο ναυάγιο και μπορεί να αποτελέσει σανίδα σωτηρίας για τον καημένο ταλαίπωρο ναυαγό - το ξύλο που θα τον βοηθήσει να κολυμπήσει.

Δε θα μείνει κολυμπηθρόξυλο: θα διαλυθούν τα πάντα όλα, θα γίνει της πουτάνας, θα επέλθει ολική καταστροφή, δε θα ξέρουμε πούθε να κάνουμε, θα τρέχουμε γύρω γύρω (ή θα κολυμπάμε γύρω γύρω στα σκατά ως πιο συναφές) χωρίς ελπίδα να σωθούμε από την κοσμοχαλασιά γιατί δε θα 'χουμε πού να πιαστούμε, από την πρότερη κατάσταση δε θα χει μείνει ούτε κομμάτι, όλα θα έχουν διαλυθεί.

Χρήση συνήθως ως απειλή ή ως Κασσάνδρεια προφητεία.

-Μωρέ τι, θα τον φοβηθώ; Γιατί δηλαδή γκατάλαβα, επειδή είναι ντούκι; Εγώ σου λέω άμα αρχίσει πάλι τις μαλακίες δεν του την χαρίζω άλλη φορά, θα τον λιώσω, της πουτάνας θα γίνει, θα τα τσακίσω όλα, δε θα μείνει κολυμπηθρόξυλο σου λέωωωω...
-...
-Πίσω μου είναι ε;
-...καλώς τον Κώστα...
-Πάλι για μένα λες ρε σπόρε, ρε απολειφάδι γαμώ τη μάνα σου;
-Νταξ ρε Κωστάκη, λέμε και καμια μαλακία να περάσει η ώρα, όλα καλά...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

«Δεν θα μείνει τίποτα», δεν θα μείνει όρθιο τίποτα, θα καταστραφούν τα πάντα, η καταστροφή θα είναι ολοκληρωτική, θα μείνει ένα τίποτα που θα ‘ναι λιγότερο κι από τίποτα. Less than zero.


Προσπάθεια εντοπισμού προέλευσης:
Που υπάρχει το κολυμπηθρόξυλο, αφού όλες οι κολυμπήθρες είναι μεταλλικές; Οι κολυμπήθρες που βαφτίζουν τα μωρά είναι μεταλλικές – σο, ξύλο δεν υπάρχει, δεν υπάρχει τίποτα.

Ακόμα και η διάσημη «κολυμβήθρα του Σιλωάμ», όπου έπλυνε τα μάτια του ο τυφλός και ξαναβρήκε το φως του, λίμνη ήταν επί της ουσίας, ξύλο μια φορά δεν είχε λέμε, δεν είχε τίποτα.

Η εκδοχή ότι, κολυμπηθρόξυλο είναι το ξύλο που χώνει το μωρό στον παπά κατά την διάρκεια της βάφτισης στην προσπάθειά του να αποφύγει το χώσιμο στην κολυμπήθρα, δεν υποστηρίζεται από επιστημονικά στοιχεία (σ.ς. ενδέχεται, αυτή η εκδοχή να οδήγησε μεταγενέστερα στην έννοια του κολυμπηθρόξυλου). Ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, δεν θα μείνει κολυμπηθρόξυλο σημαίνει ότι δεν θα μείνει ούτε παπάς, ούτε μωρό για να δείρει τον παπά, ούτε βάφτιση. Τίποτα. Τέλος.

Συνεπώς, κολυμπηθρόξυλο = τίποτα, δεν θα μείνει κολυμπηθρόξυλο = δεν θα μείνει τίποτα. Όπερ έδει δείξαι.

Το «κολυμπηθρόξυλο» παίζει και ως «κολυμβηθρόξυλο» στην πιο λόγια μορφή του, αλλά στην καθομιλουμένη το -μπ- επικρατεί, γιατί δίνει και μια πιο καταστροφική χροιά στην λέξη όσο και να 'ναι, παραπέμποντας σε μπαμ-μπουμ.


*Asist: GATZMAN από το ΔΠ*

(Εδώ)
Ένας 60χρονος άνδρας συνελήφθη, ως ο υπεύθυνος για την φωτιά στη Ρόδο. Δηλαδή, αν ξαμοληθούν όλοι οι ηλικιωμένοι και δρουν ανεξέλεγκτα, δεν θα μείνει κολυμπηθρόξυλο.

Κολυμπήθρες Πάρου. Οταν πέφτει ξύλο εδώ, το λένε κολυμπηθρόξυλο...χεχεχε (από GATZMAN, 06/04/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία