Ο νεάζων. Ή, ακριβέστερα, ο πραγματικός νέος, αφού δε λέμε για τον προχωρημένης ηλικίας «είναι τζόβενο» αλλά «το παίζει τζόβενο». Άρα το παίζει νέος, άρα «τζόβενο» είναι ο νέος. Είδατε; Αλλά το χρησιμοποιούμε μόνο σε εκφράσεις όπως «το παίζει τζόβενο», «παριστάνει το -», «κάνει το -» κλπ., προκειμένου για άτομα (κυρίως άντρες) που ντύνονται, μιλούν και φέρονται σαν να ήταν νεότεροι απ' ό,τι είναι στην πραγματικότητα, χωρίς όμως να είναι και πολύ πειστικοί στην απάτη τους.

Αρκετά παλιομοδίτικη λέξη, ωστόσο ακούγεται ακόμη αρκετά ως ήπια αργκό. Εκ του ιταλικού gioveno= νέος.

- Ρε μάνα, τι γελοίος είναι αυτός ο θείος ο Κώστας, σόρι κιόλας. Πού θυμήθηκε στα γεράματα να το παίζει τζόβενο, με το βαμμένο μαλλί και τα τάχα μου και μοντέρνα ρούχα...
- Ε όχι και γεράματα! Ο θείος σου ο Κώστας είναι στην ηλικία μου, λίγο μεγαλύτερος.
- Ε αυτό λέω!

βλ. και πουρέιτζερ, ο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία