Κάνω σεξ, κυρίως σε doggy-style, δηλαδή ο ερωμένος/-η στα τέσσερα κι εγώ από πάνω. Βλ. και δικάβαλο, Δράμα η Καβάλα στις Σέρρες, καβάλα, καβαλάρης, ο, Καβαλέρια Ρουστικάνα, Καβαλητός, μοναχικός καβαλάρης.

Φοβερή αλόγα! Πόσο θέλω να την καβαλήσω!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το «οδηγώ» για τους κάγκουρες. Ατενσιόν όμως! Δεν αναφερόμεθα μόνον εις τους μηχανόβιους (που ούτως ή αλλέως καβαλάν το άλογό τους και τιγκανά), αλλά ΚΑΙ ΚΥΡΙΩΣ στους αυτοκινητάκηδες κάγκουρες, που έχουν ξεσηκώσει μηχανόβια ορολογία τώρα τελευταία. Οι αυτοκινητοκάγκουρες (αρχετυπική άλλωστε κατηγορία καγκουροειδών) δεν έχουν οι περισσότεροι τα νεφρά για να καβαλήσουν δίτροχο (οι πιο ξήγες το παραδέχονται) κι έτσι περιορίζονται στο να «καβαλάνε» τα καρναβάλια με τα μπουριά της σόμπας και τους τόνους επιπρόσθετης πλαστικούρας. Αν τώρα θέλουμε να βουτήξουμε ακόμη πιο βαθιά στην άβυσσο της ψυχολογίας του αυτοκινητοκάγκουρα, θα ανακαλύψουμε πως χρησιμοποιούν το «καβαλάω», ως ρήμα με κατεξοχήν ενεργητική/επιβητορική σημασία, για να διαδηλώσουν τις άγριες διαθέσεις τους να πιουν το αίμα απ’ το μοτέρ, να ξηλώσουν την άσφαλτο και να στείλουν για τσάι του βουνού όποιον τους λοξοκοιτάξει στο φανάρι. Διότι όπως όλοι γνωρίζουμε «τη μηχανή την πας εσύ, το αμάξι σε πάει αυτό». Η χρήση λοιπόν του «καβαλάω» εντάσσεται στην προσπάθεια αναίρεσης της ως άνω κοινά αποδεκτής πρότασης, την αποτίναξη του στίγματος του «αυτοκινητάκια» (που συνειρμικά παραπέμπει εν μέρει σε παππουδίστικες και καρεκλάδικες καταστάσεις) και την εξομοίωση με τους κατεξοχήν ινδιάνους, τους ένδοξους δικυκλιστές.

- Ο Θανασάκης φίλε χτύπησε το μαζντάκι το RX 8! Μεταχείρα βέβαια, αλλά το αμαξάκι γαμεί...
- Το ξέρω, το ‘χω καβαλήσει από έναν ξάδερφο. Καυλόγκαζο, αλλά εγώ φίλε όρεξη να αλλάζω μοτέρ κάθε 1000 χιλιόμετρα δεν έχω...
- Καλά ρε έμπειρε, χαλάρωσε λίγο... Πες καλύτερα ότι σ' έφαγε η ζήλια να 'σαι μέσα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία