Σημαίνει και συνωστισμός, μεγάλο πλήθος. Το λέμε όταν ένα μέρος είναι πήχτρα τίγκα σε κάτι, ειδικά αν υπάρχει και σαματάς. Παρομοιάζουμε το πλήθος με τις άπειρες μπουρμπουλήθρες που βγαίνουν όταν βράζει νερό.

Μπορεί να εννοούμε και την αναστάτωση, αυτό που λέμε «βρασμός ψυχής».

Μπορεί να το πούμε και ειρωνικά, όταν δεν υπάρχει ίχνος από αυτό που ψάχνουμε σε ακτίνα πολλών χιλιομέτρων ή όταν τα πράγματα είναι πάρα πολύ ήσυχα, όταν δηλαδή υπάρχει νέκρα.

1
Είναι αδύνατον να κάτσεις στην παραλία βράδυ. Είναι ανυπόφορα, βράζει ο τόπος στα κουνούπια.

  1. Δεν μπορούσε να πλησιάσει η αστυνομία. Ήταν πολλές εκατοντάδες κόσμος και έβραζε ο τόπος από την αγανάκτηση.

  2. Βέβαια, κάθε βράδυ και σε άλλο μπαράκι θα πηγαίνουμε, μ' αυτό το πλευρό να κοιμάσαι. Βράζει ο τόπος στα μπαράκια. Μα καλά, πρώτη φορά ακούς για Ίφκινθος;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παλιά έκφραση για τις μεγάλες καλοκαιρινές ζέστες που πλησιάζουν το σημείο βρασμού...

Πολλή ζέστη σήμερα, βράζει ο τόπος, ψήνεις αυγό στην άσφαλτο...

Βλ. και σχετικό λήμμα Βραζιλία!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία