Ξεκινάω και ολοκληρώνω μια ενέργεια ή διαδικασία.

  1. Μισό λεπτό να ρίξω ένα χέσιμο.

  2. Ρίξτου ένα φορμάτ και καθάρισες.

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το ρήμα ρίχνω έχει πάρα πολλές σημασίες. Κυριολεκτικές (π.χ. ρίχνω από το παράθυρο, ρίχνω πέτρες, έριξαν το αεροπλάνο) και μεταφορικές (π.χ. ρίχνω μια ιδέα, έριξε την κυβέρνηση). Χρησιμοποιείται πολύ και στη σλανγκ, επίσης με πολλές σημασίες (πχ ρίχνω γκόμενα, ρίχνω έναν κρύο)

Στη σλανγκ το ρίχνω έχει και τη σημασία του αδικώ. Πιο ειδικά, αδικώ σε μοιρασιά. Μπορεί να εννοεί ότι κάποιον τον κορόιδεψα, τον εξαπάτησα και έτσι τον έριξα. 'Η μπορεί να εννοεί ότι επέβαλα μια αδικία με το έτσι θέλω. Όποιος βγαίνει χαμένος από τέτοια αδική μοιρασιά νιώθει ριγμένος.

Η αδικία μπορεί να φτάσει και μέχρι τον πλήρη αποκλεισμό. Αν δεν θέλουμε κάποιον (πχ σε μια παρέα) τον αποκλείουμε, τον αφήνουμε απέξω, τον ρίχνουμε.

  1. Ο πατέρας τους δεν άφησε διαθήκη όταν πέθανε. Όταν μοιράσανε τα χωράφια τον μεγάλο αδελφό που έλειπε στην Αυστραλία τον ρίξανε άσχημα. Του δώσανε ένα χωράφι, μεγάλο μεν αλλά γεμάτο κατσάβραχα και χωρίς νερό.

  2. Έγινε κακή συννενόηση και τελικά ήμασταν έξι και ειχαμε μόνο ένα αυτοκίνητο. Τι να κάνουμε, κάποιον έπρεπε να ρίξουμε..

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία