Στο Ναυτικό, γίνεται κόμπλα όταν κάποιος βαθμοφόρος αποφασίσει αίφνης να τηρήσει κάποιον κανονισμό με αποτέλεσμα να μοιραστούν ποινές και γενικά να μας κάνει τη ζωή κόλαση.

= Έγινε κόμπλα χθές. Βρήκε ο εφοδεύων τον Ιωσηφίδη στη σκοπιά τύφλα στα ούζα, βάρεσε κλήση και λείπανε 3...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η αμηχανία, το black out μυαλού και γλώσσας σε καταστάσεις που δεν αντιμετωπίζονται και εμπεριέχουν και στοιχεία ντροπής. Από το κομπλάρω που βασίζεται στο complex.

- Και μόλις άκουσε από τη γκόμενα το «άει πνίξου ρε μάπα», πάγωσε ο μικρός. Κόμπλα μιλάμε, ούτε κουβέντα ούτε τίποτα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το πολύ ωραίο, το super, το ολοκληρωμένο (από το κομπλέ - complet).

-Κάτσαμε στην παραλία όλη μέρα και περάσαμε κόμπλα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε