(Πάτρα): Τρελός, χαζός (υποτιμητικό).
Συναντάται και ως μερέλας, μερελό (το).
Πιθανόν εκ του μουρλό(ς).
Ω ρε! Μπίτι μερελό είσαι;
(Πάτρα): Τρελός, χαζός (υποτιμητικό).
Συναντάται και ως μερέλας, μερελό (το).
Πιθανόν εκ του μουρλό(ς).
Ω ρε! Μπίτι μερελό είσαι;
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο μουρλός, στην αχαϊκή διάλεκτο. Δεν αποτελεί ακραία ή υβριστική λέξη, ιδιαίτερα όταν απευθύνεται ανάμεσα σε φίλους ή μέλη οικογένειας. Από πλευράς βάρους ισοδυναμεί περισσότερο με το «χαζός», λέγεται δε συχνά χαριτολογώντας. Η ανάπτυξη φωνήεντος ανάμεσα σε δύο σύμφωνα, που είναι συχνή στην αχαϊκή, φαίνεται και στην προσταγή-ύβρη «Άϊ πινίξου » (Άϊ πνίξου) με την ανάπτυξη του «ι» ανάμεσα στο ψιλόπνοο χειλικό π και στο ένρινο ν.
Αυτός είναι μερελός, πήγε κι έκανε μπάνιο με τέτοιο καιρό!
Τον ξέρω τον πατέρα του, ένας μερελός είναι, τσακώνεται με όλους.
Είσαι μερελή μαρή; Άφησες τα τσουπιά μονάχα;
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!