Παλέψιμος (αντίθετο του απάλευτος): για μία κατάσταση την οποία μπορεί να αντιμετωπίσει κανείς σχετικά εύκολα.

  1. Φέτος το καλοκαίρι δεν έχουμε πολλά κουνούπια, η κατάσταση είναι παλέψιμη.

  2. Όποτε και να πας φαντάρος, ο στρατός δεν είναι παλέψιμος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η πρώτη λέξη που μάθαμε όλοι στον στρατό. Ενδεικτικές χρήσεις στα παραδείγματα

  1. - Την παλεύεις φιλαράκι;
    - ΔΕΝ την παλεύω. (Το ΔΕΝ ειναι μόνιμο συνοδευτικό σε αυτή την απάντηση.)

  2. Απάλευτη η φάση.

  3. Ο Απάλευτος.

  4. Μετά την σκοπιά δεν την πάλεψα.

  5. - Παλεύεται το φαγητό;
    - Ε, την ψιλοπαλεύει.

Για να την παλέψεις θες ειδική δίαιτα. (από Galadriel, 26/02/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ιδιάζουσα περίπτωση που η υπομονή ενός ανθρώπου έχει εκμηδενιστεί στο μεγαλείο της μαλακίας που την δεσπόζει. Παρατηρείται σε καταστάσεις για τον μπούτσο.

- Άσε ρε πολυ δουλειά, δεν την παλεύω!!!
- Ρε στ' αρχίδια σου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία