(Γλωσσολογία) Λέξη που χρησιμοποιείται για την ταξινόμηση και διευθέτηση του περιεχόμενου σε ένα σώμα κειμένων. Χρησιμοποιείται και το αντίστοιχο ουσιαστικό «σορτάρισμα».
Ετυμολογία: Από το αγγλικό ρήμα «sort» (ταξινομώ, κατατάσσω, βάζω σε σειρά) και το ρηματικό επίθημα -αρω. Αντίστοιχα για το ουσιαστικό από το ίδιο ρήμα με το επίθημα -άρισμα.