Τζης, είναι εν συντομία ο οποιοσδήποτε τεχνίτης ή επαγγελματίας, η ιδιότητα του οποίου υπονοείται από τα συμφραζόμενα. Απλά το τζης είναι πιο γενικό, για να μην καθόμαστε και σκεφτόμαστε ακριβώς το όνομά του.

Πρόκειται προφανώς για το τελευταίο στοιχείο πολλών ονομασιών επαγγελμάτων (βοθρατζής, φορτηγατζής, μπακιρτζής, παγωτατζής, σουβλατζής).

Αν ενδιαφέρεστε για ετυμολογία, το -τζής είναι κατάληξη τουρκικής πρέλευσης -ci (bakirci, τεχνίτης χαλκού, pilafci έμπορος ρυζιού, kaplanci ταριχευτής).

  1. Μαν, θα σε πάω σε μια σουβλακερί να φάμε τσακ-μπαμ. Έχει ένα τζη (=σουβλατζή) που τυλίγει 1 πιτόγυρο το δευτερόλεπτο.

  2. - Πωπω σκουπιδαριό οι δρόμοι!
    - Ναι ρε, δεν άκουσες ότι οι τζήδες (=σκουπιδιάρηδες) έχουν πάλι απεργία;

  3. Αμάν, χάλια το σπίτι. Πρέπει να φωνάξουμε τους τζήδες (=υδραυλικούς, ηλεκτρολόγους, μαστόρους) να μας το κάνουν τζιτζί...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία