Συνουσιάζομαι ως παθητικός /-ή ερώμενος /-η, συνήθως στις μορφές του κάθησε, του έκατσε. Η προέλευση της φράσης αφορά στο κάθημα επί του πέοντος, κυρίως στις στάσεις Cow-girl και Reverse Cow-girl, ενώ κατά προέκταση και στις υπόλοιπες στάσεις, ακόμη και σε αυτές που ο πέων διεισδύει αφ' υψηλού.

Η έμφαση είναι στην συναίνεση, στην κατάνευση του ερωμένου /-ης να ολοκληρωθεί η σχέση με σεξ, ως ευόδωση σχετικής προσπάθειας του ερώντος. Ενίοτε χρησιμοποιείται και υποτιμητικά για τον ερώμενο /-η.

Κατ' επέκταση, χρησιμοποιείται ευρύτατα για οποιαδήποτε ευόδωση οποιουδήποτε σκοπού. Λ.χ. σου κάθεται η πουτάνα η τύχη, ένα λαχείο, Τζόκερ, Λότο, αλλά και ένα γκολ, μια φάση, ένα μεταπτυχιακό, μια παρουσίαση. Χρησιμοποιείται τόσο πολύ που συχνά λησμονείται η σεξουαλική προέλευση της έκφρασης.

Βλ. και μου έκατσε, καθώς και τα κάτσε στην F-Laplace, κάτσε στο παπί μου, κάτσει-δε-κάτσει, ό,τι κάτσει και άλλα.

  1. 50χρονος μαχαίρωσε 19χρονη γιατί δεν του «έκατσε» (εδώ).

  2. Κι αν σου κάτσει; Σε έναν Πατρινό πάντως έκατσε και κέρδισε 1.600.000 Ευρώ (Εδώ).

  3. Του Ολυμπιακού... του έκατσε!!! (Εδώ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνήθως κάθομαι σε μια καρέκλα, σε ένα πεζούλι, στον καναπέ. Μπορώ όμως να κάτσω και πάνω σε κάποιον. Στα γόνατά του, ας πούμε. Αν όμως προτιμήσω κάτι άλλο, λίγο πιο πέρα από τα γόνατά του, τότε λέμε «του κάθομαι». Δηλαδή παθαίνω αυτό που έπαθε με καρεκλοπόδαρο η Μαίρη Χρονοπούλου σε μια ταινία κι έχασε την παρθενιά της (διορθώστε με αν δίνω λάθος πληροφορίες). Μόνο που δεν χάνω απαραιτήτως την παρθενιά μου, ούτε πρόκειται για απλό καρεκλοπόδαρο, αλλά για το βασικό εργαλείο που διαθέτει αυτός που του κάθομαι.

Παραλλαγές: Πρώτον, δεν είναι ανάγκη να φανταζόμαστε κάποιον καθιστό και μια γκόμενα πάνω στο τέτοιο του. Όχι πως έχει πρόβλημα η στάση αυτή, αλλά μπορούμε να φανταστούμε και όποια άλλη στάση κλπ θέλουμε.

Έπειτα, η έκφραση ισχύει και για τις γυναίκες. Ωσεκτουτού είναι και μεταφορική.

Άλλο: κυριολεκτικά και μεταφορικά λέμε και «καθίζω σε κάποιον /-α κάτι», του την καθίζω δηλαδή. Μπορεί όμως να είναι οτιδήποτε σεξουαλικό αυτό το «κάτι», εννοείται.

Τέλος υπάρχει και μια άλλη σημασία: στην έκφραση «μού 'κατσε», σημαίνει είτε ήμουν τυχερός, μου έτυχε κελεπούρι, ή κάποιος μου είναι ανάντεχος, ανυπόφορος και δεν μπορώ να τον ξεφορτωθώ (κυριολεκτικά, άμα μου έχει κατσικωθεί, και μεταφορικά άμα δεν μπορώ να τον βγάλω από το μυαλό μου).

Τα παραδείγματα θα τα εξηγήσουν όλα.

  1. Μαλάκα, μπαίνω στο δωμάτιο να πάρω το μπουφάν μου και βλέπω τη Σούλα να τού 'χει κάτσει του κυρ Μήτσου για τα καλά!
    - Και;
    - Χαμπάρι δεν πήραν! την έκανα με ελαφρά...

  2. Τι νέα με την Αλίκη; Της έκατσε κανα καλό τελικά;

3.α. Πολύ μου κουνάει τον κώλο της η Δεσποινούλα, άμα της τον κάτσω θα σου πω εγώ...

3.β. - Για πες για πες, τι έγινε με τον Αντώνη;
- Ά τον αλήτη, εκεί που ήμασταν γλυκά-γλυκά μαζί, μου καθίζει ένα πουτσοσκάμπιλο, μου 'ρθε νταμπλάς!
- Σιγά μωρή παρθενοπιπίτσα...

  1. Πώς κάνεις έτσι ρε φίλε, άμα δεν σου κάτσει αυτό που θες είσαι απάλευτος...

  2. Τι νέα;
    - Τι νέα ρε μαλάκα, που μού 'χει κάτσει δέκα μέρες τώρα στο σπίτι ο Παύλος και δε λέει να φύγει...

  3. Κάτι δεν μου κάθεται καλά με αυτόν τον τύπο (ή Δεν μου κάθεται καλά αυτός ο τύπος)...
    - Γιατί;
    - Δεν ξέρω, αλλά δε μ' αρέσει η φάτσα του καθόλου. Το νού σου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία