Στην μπασκετική ιδιόλεκτο, ο παίκτης που έχει έφεση στο να παίρνει ρημπάουντ, και προορίζεται από την ομάδα ειδικά για αυτό. Λόγω του ότι θεωρείται πιο βρώμικη και λιγότερο γκλαμουράτη δουλειά. Βλ. και σκουπιδιάρης.

- Δεν χρειάζεται άλλο σκόρερ η ομάδα, πήξαμε στο σταριλίκι. Αυτό που χρειαζόμαστε για να δέσουμε είναι έναν καλό χαμάλη.

Denis Rodman, ο πιο γνωστός χαμάλης του ΝΒΑ. (από Khan, 19/03/15)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από το τούρκικο hamal.

  1. Ο ανειδίκευτος εργάτης που μεταφέρει βάρη, ο αχθοφόρος, ο φορτοεκφορτωτής.
  2. Το παιδί για όλες τις δουλειές, ο κουβαλητής σε σημείο εκμετάλλευσης, το κοροϊδάκι που κάνει ο,τι του ζητούν.
  3. Ο άνθρωπος που κάνει τις βαριές δουλειές με χαμηλό μισθό.

1.- Ρε Πέτρο, άντε πετάξου μία στο supermarket!
- Να πας μόνος σου, χαμάλης είμαι να κουβαλάω τα ψώνια σου;

  1. - Κοίτα τον, κοίτα τον. Μέχρι και την τσάντα της κουβαλάει. Ο,τι του πει..! - Μια ζωή χαμάλης. Ό,τι του ζητάς το κάνει.

  2. Άμα δε μάθεις γράμματα, μια ζωή χαμάλης θα είσαι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία