Δωμάτιο, ή κατ' επέκτασιν διαμέρισμα, τόσο μικρό, όσο για να χωρέσουν δυο, τρεις, άντε τέσσερις, μέχρι πέντε (όλοι οι καλοί χωράνε) ευκίνητοι κι ευλύγιστοι λαγοί, ανεξαρτήτως φύλου, και να κουτουπωθούν, αναμεταξύ τους και με διαφορετική σειρά, ή και με την αυτή.

Συναντάται και ως γαμηστρώνας (από το ρήμα γαμέω = αγαπώ και την κατάληξη -ώνας, που δηλώνει την συγκέντρωση πολλών αγαμημένων, από το κοιτώνας, στρατώνας κ.λ.π.), μέρος πριβέ-πιπέ, για παράνομα ζευγαράκια, ή και ως λαγότρυπα, δηλαδή η οπή στο έδαφος, όπου χωράει να χωθεί ο λαγός, ίσα-ίσα, χωρίς πολλά αξεσουάρ και κομφόρ.

Στην καθομιλουμένη από πολιτικούς παράγοντες και λοιπούς ηγεμονίσκους γλώσσα, χρησιμοποιείται για να στιγματίσει τη χαμηλή οικονομική αξία ακινήτου, σε σχέση με μοναστηριακής αξίας περιουσία και φιλέτα.

  1. Ανταλλάξανε οι εθνικοί προδότες, λαγογαμήστρες με ακίνητα στο Κολωνάκι...

  2. Σούλα: Σήφη, πάμε στη γκαρσονιέρα, να σου κάνω αέρα στα π@π@ρια, που ανάψανε από τη ζέστη, μη κάψεις κανένα όρχη;
    Σήφης: Πού μωρή Σούβλα; Σ' αυτή τη λαγογαμήστρα, θα πάθουμε κανένα ντουβρουτζά καλοκαιριάτικα!

(λαγογραμμιστής Ωρωπιώτης)

λαγογαμήστρας (από Ωρωπιώτης, 27/07/10)Γκάτζ, και ιδού το τέκνον! (από MXΣ, 31/07/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία