Τζάμπα = δωρεάν / έναντι ευτελούς αντιτίμου / άνευ κόστους ή και εις μάτην (βλ. τζάμπα κόπος) + τουρκ. κατάληξη –τζής.

Το τζάμπα προέρχεται από το κακοπροφερμένο μέηντ ιν Τζάπαν (αγγλ. made in Japan), όπως ο γκαντέμης, -ω, -ικο (αγγλ. God damn it), μπιέλα (αγγλ. B.L.R.=Beyond Local Repairs), μέγκλα (αγγλ. made in England), είμαι γκολ (αγγλ. gone =τύφλα στο μεθύσι), όπως τα καταλάβαιναν οι ναυτικοί μας, οι οποίοι ήταν παλιά και οι μόνοι λαϊκοί κοσμογυρισμένοι Έλληνες, που τριγυρνούσανε στα διάφορα διεθνή λιμάνια και τσιμπούσαν λέξεις δώθε-κείθε και ωσεκτουτού χρησιμοποιούσαν μια παρδαλή γλώσσα (π.χ. η Τζιμπεράλτα, η Αργεντίνα, ο σηψάτζης (=ship's agent), ο μπώμαν (=αντλιωρός), ο ντόκος, τα νησά Σκύλοι (=Scilly islands κ.ο.κ.).

(Βλ. Τζιμάκος «βάλε τηγάνισε τους κουραμπιέδες»: ...τα ρεζιλίκια τους ήρθαν μου τα’ παν και τσολιαδάκια μέηντ ιν Τζάπαν...).

Για το λόγο αυτό, το ρουμελιώτικο τζάπα, είναι πιο κοντά στη γενεσιουργό λέξη, από τις παραφθορές «τσάμπα» και «τζάμπα». Η δε τσάπα, είναι άλλο πράγμα, εκτός και αν προφέρεται από ποντιακά χείλη αντίς για «τσάμπα» (π.χ. η πάλα=μπάλα, πλε=μπλε κ.α.)

Άλλωστε, μέχρι τον μεταπόλεμο, όλοι οι Έλληνες, δεδομένου ότι δεν μιλούσαν ξένες γλώσσες, χρησιμοποιούσαν «φανταστικά» εγγλέζικα, γερμανικά, ιταλικά και γαλλικά, όπως νόμιζαν ότι τα έλεγαν οι ξένοι ηθοποιοί στους σινεμάδες, ή τα άκουγαν από τους διάφορους στρατούς κατοχής όπως: τρινγκ μαϊ φόρντ (δήθεν εγγλέζικο = πολύ σπέσιαλ ντύσιμο), κλάιν μάιν φύρστ (δήθεν γερμανικό = πολύ κύριος), στάκαμαν (δήθεν αμερικάνικο = στάκα + καμάν, δηλ. στάσου), άχτεν μπούχτεν μάκινα μπουζούχτεν (δήθεν γερμανικό = αλαμπουρνέζικα), λακριντί (νόμιζαν ότι είναι γαλλικό!) κ.α. Εξ ου και τα διάφορα ανέκδοτα στα ελληνικά, που παίζουν με την φωνητική ξένων γλωσσών, π.χ.

(Γερμανικά):
- Μπείτε-ρηχά είναι ρε!
- Μπα, είναι κρύα!

(Αγγλικά):
Είν' του άλλου μου του γιου
Να η Σπάρτη (nice party)
έκο ταττού (echo tattoo)
χάου ντούκου-ντούκου
ξεσκιούζ μι
τσιβιτζιλέησον (civilization / invigilation)

(Γαλλικά):
Και σε κεσέ και σε μπωλλ
Λαιμοί μπουκαλιών

(Ιταλικά):
μαρτστέλλο μασταπιάνει
βλ. και Γιάννη Μηλιώκα: «Γκρέκο Μασκαρά» τίγκα στους ιταλισμούς

(Ισπανικά):
Κουνιάδος σε σέλλα βέσπας
πάτος αλατιέρας
σάλτσες χυμένες
κορμός κομμένος εγκαρσίως
εντράδες ψημένες σε σχάρα τοστιέρας
Ντολόρες (πάρτον και κούνατον ώρες)
Χοσέ Κουέρβο

(Ιαπωνικά):
να' μουνα μουνάκι (κίναιδος)
να σου σύρω το κασόνι (αχθοφόρος)
για τα ούρα / για καούρα (ουρολόγος/γαστρεντερολόγος)
μαύρα μούρα-άσπρα μούρα
γιαγιάκα μου συγκάηκα

(Λατινοαμερικάνικα):
Σαν τη νύστα που 'χω (νυχτοφύλακας)
Κάρλος εχωμπάρ (ιδιοκτήτης νυκτερινού καταστήματος)

(Αφρικανικά):
Ακούμπα τα μπαούλα ούλα Κούλα (αχθοφόρος)

(Τούρκικα):
τσογλάν-μαντρί (σχολείο)
γιαβάς μπαϊλντί (αργός θάνατος)
τα ΜΑΤ ορμάν (Αρκουδέας)
αμάν μεγαμάν (κίναιδος)
μπαμ κιοφτέ (χειροβομβίς)
χαϊβάν ντουλάπ (τηλεόραση)

(Ρώσσικα):
Τα μήλα παζάρευα (πωλήτρια λαϊκής του πάγκου)
στο ΙΚΑ πίστευα (ανασφάλιστη χορεύτρια)
μουσκίσκι ζβαρνίσκι

(Ρουμάνικα):
Κάκωση μηνίσκου (ορθοπαιδικός)

(Γαλατικά):
Συγγρου-φίξ (τραβεστί)

Επίσης κι άλλοι λαοί κοροϊδεύουν τη γλώσσα και την προφορά των ξένων, (όπως έκανε άλλωστε και ο Καραγκιόζης σε όλες τις εθνοτικές ομάδες της οθωμανικής αυτοκρατορίας: Εβραίος, Αρμένης, Βλάχος, Αρβανίτης, Τουρκαλέων, Επτανήσιος κ.α.) με παρόμοια ανέκδοτα όπως:

(Ιταλία):
caca duro qui fa poco moto (ιάπων υπουργός αθλητισμού)
calla mi i jeans (αμερικανίδα καουμπόησσα)

(Ισπανία):
yayo tumba gamba chunga (ο παππούς έφαγε σκάρτη γαρίδα αφρικανιστί) che me corrotoa (βάσκα νυμφομανής)
suben-empujen-estrujen-bajen (γερμανικό λεωφορείον)
ooooo-ya–sta! (ιάπων πρόωρος εκσπερματιστής)
se aleja la armeja (αραβικόν διαζύγιον)
ata la caja ala raqua (αραβικός κόμπος)
ciao chochin (κινέζικον διαζύγιον)
chungles (chungo+ingles = εγγλέζικα της κακιάς ώρας) δηλ. ισπανικό αντίστοιχο του greeklish.

Και πολλά άλλα, ων ουκ έστιν αριθμός...

  1. - Πόσο έχουνε οι τσιμούχες μάστορα;
    - Τζάμπα για πάρτη σου!
    - Σσσσσσσωραίοςςς!

  2. - Πόσο κάνει το συνολάκι;
    - Μόνο πεντακόσια ευρώ με την έκπτωση μαντάμ.
    - Τί μου λέτε! Τζάμπα πράμα δηλαδή!
    - Εδώ κυρία μου είναι Κολωνάκι, άμα θέλετε, έχει λαϊκή στην Καλλιδρομίου κάθε Σάββατο...

  3. - Τί έγινε με τη Μαίρη, την έριξες;
    - Όχι θα μου ξέφευγε. Χτες όλο το βράδυ μου ίδρωνε τα σεντόνια μέχρι το ξημέρωμα!
    - Έεεετσι! Τζάμπα τα φοράμε τα γαλόνια;

  4. - Τελικά θα το κάνουμε το συμβόλαιο αύριο;
    - Μπάαα. Δεν έχω λεφτά τώρα, μάλλον μετά τα Χριστούγεννα.
    - Και τί με κουβάλησες τότε καλοκαιριάτικα στην Αθήνα τζάμπα και βερεσέ; Κοίτα ρε, κάτι άνθρωποι...

  5. Μια ζωή πολεμάω να σε κάνω άνθρωπο βρε αχαΐρευτε, αλλά δε βαριέσαι; Ό,τι σου λέω εγώ, μπενάκης-βγενάκης, σ' έστειλα να σπουδάσεις, σου πήρα αμάξι, σου' γραψα το μισό σπίτι κι εσύ δε λες να σηκωθείς πριν το μεσημέρι! Τζάμπα κόπος! Τον αράπη κι αν τον πλένεις...

Σλάνγκαρχος Μηλιώκας (από Hank, 16/07/09)Mr lova man.....tsabba (από perkins, 16/06/10)

Δες και phonetics.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χωρίς ιδιαίτερο λόγο.

-Τελικά, τζάμπα ξύλο του έριξα... -Ναι, τζάμπα μάγκας έγινες...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χωρίς αντίτιμο.

- Αγόρασα σήμερα ένα τασάκι για το ποδήλατό μου, 15 ευρώ.
- Έλα ρε! Τζάμπα πράμα...!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία