Απρόσωπο ρήμα που σημαίνει ότι κάτι αξίζει, είναι γαμάτο, είναι καύλα. Με αυτήν τη σημασία μερικές φορές συναντάται και ως κωλολέει.
Δεύτερη σημασία: συμβαίνει, γίνεται κάτι.

  1. - Καλά φίλε, ο ναργιλές κωλολέει!
    - Γύρνα τον κι από εδώ ρε παρτάκια!

  2. - Γεια σου Γιάννη!
    - Γειάαα... Τι λέει;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δηλώνει έγκριση, επιδοκιμασία.

Επιτατικά:

  • λέει πολλά,
  • κωλολέει,
  • λέει με (τα) χίλια,
  • λέει σαμπούστης

και αρνητικά:

  • δεν λέει τίποτα,
  • δεν λέει μία

Συνώνυμα: αξίζει, μετράει.

  1. - Τι σου είπε ρε η καινούργια του Σιφρέντι;
    - Τι να μου πει, αφού ξέρεις ότι δεν είμαι του σοφτ σαδό.

  2. - Όρμα ρε μαλάκα, στουπί είναι η γκόμενα! Άμα της τα ρίξεις θα πέσει σαν ώριμο σταφύλι.
    - Δε λέει ρε μαλάκα, δεν βλέπεις τα βυζιά της, που 'ν' έτοιμα να πέσουνε σαν ώριμα καρπούζια; Να σου δώσει αυτή βυζοσκάμπιλο να σ' αφήσει σέκο...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία