1. Στραβώνω, χαλάω, τρελαίνομαι, γίνομαι ζαβός-ή.

  2. Γίνομαι κομματιανός από πρέζα. Εκ του ζαμπόν.

  1. - Άσε ρε φίλε, είμαι χθες στο στέκι με τη Βουλίτσα και περνάει ένα τσουτσέκι και της πιάνει το γκώλοοο...
    - Τί έκανε λέειειειει;...
    - Άσε ρε φίλε, ζάβωσα τελείως να πούμε! Τον τάισα τα δόντια του το μπούστη!
    - Έτσι! - έεετσι!. Τη γαμιολόπουστα!

  2. Τον είδες το Μάικ; Ζάβωσε απ' τη ρούχλα ρε το παλληκάρι!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία