Η ίγκλα είναι φαρδύς δερμάτινος ιμάντας (λουρί) με τον οποίον δένουμε γύρω από την κοιλιά του υποζυγίου (γομαριού) το σαμάρι για να το στερεώσουμε.

Ξεΐγκλωτος, δηλαδή χωρίς ίγκλα, είναι μεταφορικά ένα άτομο που είναι ατημέλητο ή είναι γενικά χωρίς συγκρότηση.

- Μπορούμε να βασιστούμε σε αυτόν;
- Δεν ξέρω, μου φαίνεται λίγο ξεΐγκλωτος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ίγκλα είναι ένα λεπτό και μακρύ κομμάτι δέρματος που περνά κάτω από την κοιλιά του γαϊδουριού, προκειμένου να στερεώσει το σαμάρι στη ράχη του ζώου.

Μτφ.: ο ατημέλητος.

Ο Μήτσος γυρίζει ξεΐγκλωτος από 'δω κι από κει με τα πουκάμισά του έξω.

Κι όποιος δε μένει εδώ, ξεϊγκλωτος επίσης (από GATZMAN, 04/12/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο ξεκάρφωτος, που δεν κολλάει στην κατάσταση.

Πολύ ξεΐγκλωτος αυτός που μας έφερε χθες ο Πέτρος: όλοι μιλάγαμε για το γνωστό θέμα κι αυτός κοίταζε απλά σα χάνος.

βλ. ίγκλα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία