1. κυριολεκτικά: κατεβαίνω από τη μηχανή μου (νταξ, το άλογο πια δεμπαίζει)

  2. στεγνά: ξεγαμάω

  3. ξεκαβαλάω το καλάμι, παύω να είμαι τόσο επηρμένος

  4. ειρωνικά και περιπαιχτικά: ξεκουβαλάω, αφήνω κάποιον ήσυχο, παραιτούμαι από τσαμπουκά

  5. αλλάζω θέμα ή αφήνω τις πολυλογίες και μπαίνω στο θέμα μου

  6. κλείνω το τηλέφωνο

  1. - Πού χτύπησες;
    - Καθώς ξεκαβάλαγα με πλάκωσε η μηχανή...

  2. Πώς το βλέπεις, θα ξεκαβαλήσει και θα πάμε γι' άλλα, ή θα μου γίνει κι αυτός τσιμπούρι;

  3. Σιγά ρε Αντωνιάδη ξεκαβάλα λίγο
    Παπαγιάννη ξεκαβάλα το...
    (τίτλοι άρθρων στο νέτι)

  4. Μου φαίνεται ότι ξύνεις τα νύχια σου για καυγά, ο οποίος δεν πρόκειται να προκύψει τουλάχιστον από μένα παρά τους υπαινιγμούς σου τόσο δημοσίως, όσο και παρασκηνιακά, σο ξεκαβάλα.
    (από σχόλιο της Μες στο ρε τσοπ!)

  5. Ξεκαβαλάω τώρα και μπαίνω στο ζουμί.
    (από σχόλιο του βαβά στο λήμμα κουμπώνω)

  6. - Συνεννοήθηκες με την Τόνια;
    - Μπααα... μέχρι να ξεκαβαλήσει αυτή το τηλέφωνο θέλει ώρες.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε