Αθηναίοι, -ες.

Πολίτες του ψευδοκράτους των Αθηνών, μετοικούν συχνά πυκνά κατά τη διάρκεια εορτών, τριημέρων και τα καλοκαίρια στην Ελεύθερη Ελλάδα.

Για τους αυτούς, θεωρείται τίτλος τιμής, ώστε να μην αναφέρουν καταγωγή από την Αγουλινίτσα.

Από τους υπόλοιπους, θεωρείται συνώνυμο του κάφρος.

- Βρε συ, τί έγινε και δεν βρίσκω να παρκάρω πια;
- Πλάκωσαν οι Αθηναίοι...

άλλο...

- Βρε συ, πού είναι τα κορίτσια, δεν διασκεδάζουν πια κορίτσια εδώ;
- Ποια κορίτσια, είδαν τους Αθηναίους, λιμασμένους και κρύφτηκαν...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Άνδρες και γυναίκες που συνδυάζουν τουλάστιχον δύο από τις παρακάτω ιδιότητες:

  1. Άνδρες και γυναίκες που συχνάζουν τα καλοκαιρινά τριήμερα σε νησιά και επαρχιακές πόλεις φορώντας λευκά ρούχα.

  2. Άνδρες και γυναίκες που θα πλήρωναν για να αρμέξουν κατσίκες θεωρώντάς το «επαφή με τη φύση».

  3. Άνδρες και γυναίκες που απαντούν στο τηλέφωνο με τη φράση Έλα μου.

- Ρε συ, το νησί γέμισε φαντάσματα με πέδιλο.
- Όχι ρε μαλάκα, Αθηναίοι είναι.

Βλ. και Αθηνέζος, -α

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία