Πιασμάν (ή, σπανιότερα, πιασμεντέν): το μπαλαμούτι, τα πιασίματα, το σεξάκι, τα σαλιαρίσματα, τα σαχλά, όλ' αυτά ή ένα απ' όλα. Από το ρήμα πιάνω, εννοείται, και την και καλά γαλλική κατάληξη -ent.

Μην πάτε εκεί για νυχτερινά γυρίσματα, είναι στέκι όπου πάνε τα ζευγαράκια για πιασμάν.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πιο εξεζητημένη έκδοση του πιασμένος, με Γαλλική εσάνς κατά τα γκανιάν, αστραχάν, Πετράν και όλα τα εις -αν.

Πιασμάν είναι αυτός ή κάτι που έχει δωροδοκηθεί/λαδωθεί, δηλαδή έχει πιάσει λεφτά για να κάνει γαργάρα μια κατάσταση. Συνηθίζεται για τον αθλητισμό και δη το ποδόσφαιρο.

Α,καποια στιγμη ειχα μπει στο γαυροφορουμ, καταντια τα οπαδικα γυαλια οποιος και να τα φοραει. Σκουζανε οι γαυροι οτι το παιχνιδι ηταν φιλικο και πιασμαν. Δηλαδη, στηνεις ενα παιχνιδι και το παιρνεις με τη ψυχη στο στομα. Η φανατιλα σε κατανταει λοβοτομημενο τελικα. (αποεδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία