Kρατώ κάποιον απ' τη μέση του παντελονιού (πισινό) και τον πηγαίνω όπου θέλω εγώ. Συνήθως συνοδεύεται με λαβή ελέγχου (πχ. κεφαλοκλείδωμα) απ' το άλλο χέρι. Εναλλακτικά, βρίσκομαι πίσω από κάποιον και τον κάνω ό,τι θέλω.

Ο πορτιέρης σήκωσε τοn μεθυσμένο και τον πήγε κωλοφεράντζα έξω απ' το μαγαζί.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Και κωλοφεράτζα . Επιρρηματικό κατηγορούμενο του τρόπου: Χρησιμοποιείται με το ρήμα παίρνω + αντικείμενο + κωλοφεράτζα.

Εκ του κώλος + φεράτζα (αγνώστου ετύμου).

Έχει σεξουαλικές παρά φύσιν προεκτάσεις και εις την παθητικήν φωνήν απεικονίζει κάποιον που τρέχει ενώ τον γαμούν καθ' οδόν (!)

Σημαίνει νικώ κατά κράτος και μτφ. γαμώ.

Συνώνυμα: παίρνω σβάρνα, πάω κάποιον γαμιώντας, πάω κάποιον πίπα κώλο (εμπλοκή) κ.τ.λ.

Έπαιξε χτές ο γαύρος με το βάζελο και τον πήρε κωλοφεράτζα. 3-0 παρθένα! Δε σταυρώσανε σέντρα, τα τσουρέκια. Τζίγγερ πούλο!

Βλ. και παραμάζωμα (παίρνω κάτι/κάποιον)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Και κωλοφεράτζα . Λήμμα με 2 ορισμούς, ρισπέκια στο συνάδελφο λημματοδότη kala_krasia που το ανέβασε.

  1. Κωλοφεράντζα, γνωστή στον κάγκουρα και ως γκαζόφρενα. Οδηγούμε με μεγάλη ταχύτητα πίσω από προπορευόμενο όχημα, κρατώντας την απόσταση μερικά εκατοστά, (για να χεστεί ο μπροστινός) και όσο κι αν αυξήσει ταχύτητα εμείς διατηρούμε την απόσταση αυτή. Επιτυγχάνεται με το δέξι πόδι στο γκάζι και το αριστερό ακουμπισμένο στο φρένο, ωστε να μειώσουμε το χρόνο αντίστασης αν ο μπροστινός φρενάρει. (ΠΡΟΣΟΧΗ: ΑΝ ΔΕΝ ΕΙΣΤΕ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΑΣ ΚΑΓΚΟΥΡΑΣ ΜΗΝ ΤΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΤΕ)

  2. Όταν πάμε κάποιον γαμιώντας, τον τρέχουμε, τον σκίζουμε, του λιώνουμε το κορμί, του γαμάμε τα πρέκια, τον έχουμε στενό μαρκάρισμα, και για παρατετμένο χρονικό διάστημα, λέμε οτι τον πηγαίνουμε κωλοφεράντζα.

(Μεταξύ καγκουριών)

- Βγήκα με το GTI εχθές το βράδι στην Πεντέλη και μου τυχαίνει ένας φλούφλης με ένα Audi TT, και τον πλακώνω σε κάτι γκαζόφρενα δικε μου... χέστηκε πάνω του.
- Πολλή ώρα;
- Τον πήγαινα κωλοφεράντζα για 4 χιλιόμετρα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Και κωλοφεράτζα. Τροπικό επίρρημα που συντάσσεται με ρήματα κίνησης (πάω, φέρνω κλπ.) και υποδηλώνει τη συντριπτική υπεροχή δια της βίας έναντι του άλλου.

- Τι έγινε ρε μπήχτη; Πλακώθηκες με το Μίμη στο Σύνταγμα;
- Ναι τον πούστη! Αλλά τον πήγα κωλοφεράντζα μέχρι το Μοναστηράκι για να στανιάρει.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία