Προσγειώνω κάποιον στην πεζή πραγματικότητα. Μπορεί ν’ αναφέρεται:

  • Σε ξενέρωτο άτομο που χαλάει το κέφι σε μια φτιαγμένη παρέα: κάποιος που δεν την πίνει σε παρέα χασικλήδων, ή κάποιος που ντε και καλά επιμένει να γκρινιάζει ή να κάνει σοβαρή συζήτηση σε παρέα που έχει έρθει στο τσακίρ κέφι με ποτό και γουστάρει χάχανα, τραγούδι και χορό. Ή σε ντι τζέι που κάνει αψυχολόγητο γύρισμα στο μουσικό πρόγραμμα και στέλνει όλο τον κόσμο να καθίσει.
  • Σε άτομο που μιλώντας τη γλώσσα της ψυχρής λογικής, χωρίς πολλή πολλή διπλωματία κι ευγένεια, λέει στον ανεβασμένο - ονειροπαρμένο - επηρμένο - ερωτευμένο - ενθουσιασμένο - καυλωμένο συνομιλητή του τα πράγματα όπως έχουν, με αποτέλεσμα να του κόψει τη φόρα.

- Πάνω που είχαμε αρχίσει να ψιλοφτιαχνόμαστε άρχισε η Αλέκα τα κομμουνιστικά της και μας ξενέρωσε χοντρά. Μια ώρα μας τα'πρηζε και δεν μπορούσαμε και να σηκωθούμε να φύγουμε.

- Τον ξενέρωσα το Μάκη. Μαλάκα του λέω τα καγιέν και τα φουσκωτά σε μάραναν. Με δανεικά λεφτά κάνεις ζωή και μας το παίζεις και επιχειρηματίας; Πρόσεξε μην καταλήξεις πίσω από τα σίδερα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το αγαπημένο Μείζον Ελληνικό Λεξικό δίνει το ρήμα «ξενερώνω» ως συνώνυμο του «ξενερίζω».

Παραθέτω αυτούσιο τον ορισμό: χάνω τα νερά μου, παραπλανιέμαι / βγαίνω πάνω από την επιφάνεια του νερού / συνέρχομαι από μεθύσι / (μτβ) αλλάζω το νερό δοχείου.

Σε ό,τι αφορά την σύγχρονη κοινή χρήση του ρήματος, υποπτεύομαι ότι έχει να κάνει συνεκδοχικά με τον ορισμό περί μέθης, αφού, όπως και να το κάνουμε, άμα περάσει η ευδαιμονία του οινοπνεύματος, όσο να πεις, ξενερώνεις!

(ακούστηκε πρόσφατα στην ποιοτική μας τηλεόραση σε διάλογο μητέρας - γιου)
Μαμά: - τι έχεις παιδάκι μου;
Υιός: -Άσε ρε μάνα... σκατά... ξενέρωσα σήμερα στο πάρκο...

(από Khan, 12/05/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία