«Την ψωνίζω» σημαίνει επίσης γίνομαι ψώνιο, φέρομαι υπεροπτικά, αλαζονικά, έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου, είμαι νάρκισσος. Εξ ου και το «ψωνισμένος» . Λέμε επίσης «είμαι ψωνισμένος με κάτι», δηλαδή μου αρέσει υπερβολικά, αλλά και «ψωνίζομαι» μαζί του. Λ.χ. «είμαι ψωνισμένος με τα αρχαία», σημαίνει «είμαι αρχαιόκαυλος».

Απ' όταν γράφτηκε στο slang.gr έχει ψωνιστεί ότι μιλάει καλά την ελληνική σλανγκ. Κυκλοφορεί συνέχεια λέγοντας ατάκες που τις καταλαβαίνει μόνο ο ίδιος κι οι σλανγκιστές, κι άμα τολμήσεις να του πεις και τίποτα, σου κάνει παρατήρηση ότι δεν χειρίζεσαι καλά την σλανγκικήν, και σε στέλνει αδιάβαστο! Άλλος Μπαμπινιώτης μας προέκυψε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Νευριάζω, γίνομαι έξαλλος, βγαίνω εκτός εαυτού.

Συνώνυμα: τα παίρνω (στο κρανίο), μου ανάβουν τα λαμπάκια.

- Ρε του τά 'χει φορέσει κανονικά μιλάμε: κέρατο με τον υδραυλικό, κέρατο με τον πιτσαδόρο, κέρατο με τον κολλητό του, κέρατο με το αφεντικό του, κέρατο μέχρι και με την αδερφή του, η παλιολέσβω!
- Πω πω πω, ούτε τσόντα νά 'τανε.
- Ρε ούτε Φώσκολος, ποια τσόντα!
- Για πότε θα την ψωνίσει άμα τα μάθει όλ' αυτά για τη δικιά του... Θα τους δούμε στις ειδήσεις, να μου το θυμηθείς.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία