Επίπλαστος, ψεύτικος, υποκριτικός.
Μη βλέπεις που κάνει πως ενδιαφέρεται για τα κοινά. Είναι ένας βαμμένος αυτός...
Επίπλαστος, ψεύτικος, υποκριτικός.
Μη βλέπεις που κάνει πως ενδιαφέρεται για τα κοινά. Είναι ένας βαμμένος αυτός...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Άτομο το οποίο υποστηρίζει φανατικά ή είναι εθισμένο ψυχικά ή και οργανικά με μια κατάσταση, μια έννοια, ή ένα σύνολο.
Τόσο πολύ είναι φανατισμένο ή εθισμένο που αν η πεποίθησή του αυτή κυκλοφορούσε σε χρώμα δε θα το 'χε σε τίποτα να μπογιατιστεί με αυτήν.
Συνώνυμα: πωρωμένος, κολλημένος κ.α..
- Και τι ομάδα είσαι του λόγου σου;
- ΠΑΟΚ. Βαμμένος.
- Καλά ρε πόσα εκατομμύρια (σ.σ.: δραχμές) έχασε ο Τάκης στα χαρτιά;
- Και πόσα θα χάσει ακόμα δε λες; Βαμμένος τζογαδόρος βλέπεις.
- Ναι, αλλά πόσα έχασε;...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!