Ευθηρεύσιμο, σχετικά εμφανήσιμο θήλυ, περιφερόμενο παρά καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος, ίνα εντοπισθεί παρά προθύμου θηρευτή.

Ο όρος προέρχεται από την θήρα και αναφέρεται σε τρωθέν πλην ουχί ανακτηθέν θήραμα. Δεδομένης της μειωμένης έως ανύπαρκτης κινητικότητας του τρωθέντος θηράματος, η ανάκτηση αυτού δεν επείγει. Σημειωθέντος του σημείου πτώσης, είναι δυνατή σε ευκαιρότερο χρόνο με ελάχιστο κόπο.

Ο συγκεκριμένος τύπος θύλεως απαντάται κυρίως στην Β.Δ. Ευρώπη και αποτελεί συγκερασμό των ιδιοτήτων της μιλφέιγ, της κούγκαρ, λίγο της σπασμένης χώρις όμως να φτάνει να είναι καμιά πεταμένη. Δεν αποκλείεται δεν να είναι και σχετικά νεαρά, ακόμα δε και αρχοντομούνα.

Όπως και το τρωθέν θήραμα, συχνάζει στο ίδιο σημείο, συνήθως με ομοιοπαθούσα (ενίοτε να είναι και πακέτο όμως). Περιβάλλεται από ένα κράμα θλίψης και ερωτισμού, δεν αναζητά απαραίτητα το κρεββάτι (μαλακίες, αυτό αναζητά) και εάν την προσεγγίσεις με χιούμορ, λίγο αυτοσαρκασμό και αυτοπεποίθηση μπορείτε να περάσετε και οι δύο καλά εώς πολύ φίνα. Βέβαια αν πέσεις σε αραχνομούνα τον ήπιες, αλλά αυτές ξεχωρίζουν από τις λαβωμένες.

Στην Ελλάδα δεν απαντά.

- Είναι οι λαβωμένες στο πάσο, είσαι;
- Σφυγμό έχουν;
- Λαβωμένες είπα!
- Μέσα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία