O γκαγκά γεροξεκούτης, το ῥαμολιμέντο με έμενταλ.
Θηλ.: γκαγκαδιάδα, ουδ.: γκαγκαδιάρικο.
Έχει και τα καλά του να είσαι γκακαδιάρης: μαθαίνεις πολλές φορές για πρώτη φορά τα ίδια ευχάριστα νέα.
O γκαγκά γεροξεκούτης, το ῥαμολιμέντο με έμενταλ.
Θηλ.: γκαγκαδιάδα, ουδ.: γκαγκαδιάρικο.
Έχει και τα καλά του να είσαι γκακαδιάρης: μαθαίνεις πολλές φορές για πρώτη φορά τα ίδια ευχάριστα νέα.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!