Από το also known as (a.k.a.)

Λέγεται προς αντικατάσταση του δηλαδή, λέγε με, βλέπε κλπ.

  1. - Κάποιος, άκα εσύ, θα έχει το πρόβλημα τoυ με την ψηλή του όταν μάθει τα καμώματα μας χτες.

  2. - Ρε, πώς θα πάμε το βράδυ;
    - Άκα;
    - Δεν έχω αμάξι, με άφησε η κουρέλα.

Βλέπε και ότι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία