Στον στρατό, η λέξη άκυρο σε γραμμή παράταξης, ακυρώνει ένα παράγγελμα που έμεινε στη μέση, αλλά ακούγεται και στην καθομιλουμένη.

Στον στρατό χρησιμοποιείται για να δοκιμάσει ο αξιωματικός την ετοιμότητα των φαντάρων, αλλά χωρίς να εκτελέσουν την εντολή.

  1. Μετά- (πάει για 'μετά-βολή', βλέπει οτι οι φαντάροι ετοιμάζονται να την εκτελέσουν, αλλά καταλήγει σε:) άκυροοοο...

  2. -Ρε μαν, φέρε τον αναπτήρα που είναι ακουμπημένος στο τραπεζάκι.
    -Πού; δεν βλέπω αναπτήρα εδώ.
    -Άκυρο, στην τσέπη μου είναι.

Βλ. και τσίμπησες το άκυρο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αποστομωτική λέξη η οποία προδίδει την άρνηση ενός ατόμου να κάνει κάτι που του ζητάει άλλος.
Επίσης παράγγελμα στο στρατό που αναιρεί το προηγούμενο πριν προλάβει να εκτελεστεί.

- Έλα ρε, θα μου δώσεις το xbox για καμιά βδομάδα τώρα που διαβάζεις;
- Άκυρο...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε