Έχω κάτι ή κάποιον χεσμένο.
Από το καλιαρντό κουλό (σκατό).
Κουλάρω την παρουσία σου!
(σε έχω χεσμένο, αδιαφορώ).
Έχω κάτι ή κάποιον χεσμένο.
Από το καλιαρντό κουλό (σκατό).
Κουλάρω την παρουσία σου!
(σε έχω χεσμένο, αδιαφορώ).
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
Στα καλιαρντά το κουλάρω σημαίνει αφοδεύω, καθώς προέρχεται από τη λέξη κουλό (= σκατό).
Κουλάρω την ισάντες πρεζάντα. (= χέζω την παρουσία σου, αδιαφορώ για σένα, σε έχω χεσμένο.)
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία