Πρόσωπο, ζώο ή πράγμα που αποδεικνύεται εκ των υστέρων αναξιόπιστο, αναληθές, ψεύτικο και κατώτερο των αρχικών προσδοκιών.

  1. Ρε φιλαράκι, που με έστειλες; Πολύ σότο η ταινία ρε.

  2. Ρε φιλαράκι, που τον έστειλες; Πολύ μεγάλο σότο το γκομενάκι. Σωστό μουστάκι.

  3. Πω πω ρε ψηλέ, τι σότο είναι αυτός ο παίχτης που πήραμε;

Δες και μούφα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Απαντάται και στον ενικό αριθμό το σώτο, όπως και με όμικρον, το σότο.

Συνήθως αφορά πληροφορία που διαρρέει για να την πατήσουν οι αδαείς ή οι εύπιστοι.

Έλκει την καταγωγή από την αργκό του ιπποδρόμου στον οποίο αφθονούν οι «σοτάκηδες», οι οποίοι όχι μόνο ξέρουν, αλλά και λένε, το άχαστο άλογο. Όσοι παίξουν «τρώνε το σότο».

Πιθανότατα προέρχεται από την ιταλική φράση «sotto voce» που σημαίνει «χαμηλόφωνα».

- Ρε συ, ο Θανάσης λέει να αγοράσουμε «Βαρδασιλάρη». Θα πάει 14 ευρώ.
- Αυτόν ακούς ρε; Αυτός είναι ο Αλβάρο ντε Σότο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τάπα, ήττα, νίλα, πακέτο, παπάρα. Συνήθως την «τρώμε» ή την «παθαίνουμε».

- Άσε, έφαγα σώτα! Πήγα να γλιτώσω τη λακκούβα κι έπεσα στον τοίχο!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία