Σκαπετάω =Απομακρύνομαι μακρυά.

Παράδειγμα: Μωρ' Μήτσαινα μηνκι είδς του μλάρ; Τώραα, σκαπέτσε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε