Συνώνυμο με τον παπατζή στην κυριολεκτική έννοια, δηλαδή η παίκτρια του ''παπά''.

Μεταφορικά περιγράφει γυναίκα, ενήλικη, με ευχέρεια λόγου, έντονη πειστικότητα που αφήνει μία εντύπωση αίσθησης ερωτοτροπίας με μη εκπληρώσημες υποσχέσεις και συνήθως με εμπλοκή ανταλλαγμάτων εκ μέρους των μνηστήρων (θαυμαστών).

- Τι κάνει ο Μήτσος με την ''κούκλα'' απέναντι;
- Τίποτα δεν θα κάνει, αυτή είναι γνωστή παπατζού περιωπής.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παπατζής ήταν αυτός που έστηνε τραπεζάκι στο πεζοδρόμιο ή σε σοκάκια και έπαιζε τον «παπά» με στοιχήματα. Μεταφορικά είναι ο απατεώνας, ο μπαγαπόντης, ο ψέυτης, ο μπαμπέσης, αυτός που κάνει παπατζιλίκια.

- Μη τον ακούς αυτόν ρε, ξέρεις τι μεγάλος παπατζής που είναι;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία