Ο κώλος μου έχει φέξει από την πολλή δουλειά, το μουνί μου έχει πήξει από το πολύ διάβασμα. Η πολλή δουλειά πήζει τον αφέντη.

Βλ. και πήξιμο.

- Το έχει αυτό το κακό η δουλειά μου. Μπορεί να ξύνομαι δυο βδομάδες και την τρίτη να πήζω ανελέητα...
(εδώ)

- 27χρονη Ιταλίδα σερβιτόρα δεν αναγνώρισε τον Βρετανό πρωθυπουργό και αρνήθηκε να του φέρει τρεις καπουτσίνο που της παρήγγειλε. «Πηγαίνετε να τους πάρετε μόνος σας. Τώρα πήζω στη δουλειά», αποπήρε τον Κάμερον, που αναγκάστηκε να σερβιριστεί μόνος του...
(εκεί)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Βαριέμαι υπερβολικά. Και από τη νωθρότητά μου πήζω σαν το γιαούρτι, ζαμπονιάζομαι.

(Πήζω)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μπουχτίζω, αφιερώνω πολύ χρόνο (και αίμα) σε κάτι που δεν προσφέρει ευχαρίστηση.

— Πάμε να δούμε τον γαύρο ρε;
— Άντε πάμε γιατί έχω πήξει στο διάβασμα όλη μέρα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το ρήμα πήζω εκτός από το παραδοσιακό του νόημα, δηλαδή τον καταναγκασμό σε υπερβολική δουλειά από ανωτέρους στις Ε.Δ. (Ένοπλες Δυνάμεις), έχει και μια άλλη σημασία στο ίδιο περιβάλλον: σημαίνει αγχώνομαι, πανικοβάλλομαι κυρίως λόγω εργασιών που εκτελούνται ή πρόκειται να εκτελεστούν, π.χ. αγγαρείες.

Ενδιαφέρον έχει και η χρήση του ως μεταβατικό ρήμα, όπου πήζω κάποιον σημαίνει ότι τον αγχώνω χωρίς ιδιαίτερο λόγο, ενίοτε και ακούσια.

- Τι λέει; Τι κάνουμε σήμερα;

- Σήμερα είναι Κυριακή ρε συ, αλλά αύριο το πρωί έχουμε ΣΠΕΝ, παρέλαση, κρύο φαγητό, δε με πήρε και η γκόμενά μου τηλέφωνο και σκέφτομαι την αυτοκτονία σοβαρά.

- Ρε μην πήζεις ρε συ, χαλάρωσε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε