Πέρα από την λεξικογραφημένη σημασία της, πέρα από την υπάρχουσα καταχώρησή της στο slang.gr, και γιατί όχι, και πέρα από την Αφρική, η λέξη χρησιμοποιείται και μεταφορικά, ελαφρώς μη δόκιμα: προσδιορίζοντας τον μήνα, τον χρόνο ή άλλη παρόμοια έννοια, δηλώνει ότι αυτή η χρονική περίοδος δεν πρέπει να λογίζεται ολόκληρη αλλά ελαττωμένη κατά κάτι, λειψή.

Συνήθως αναφέρεται στο παρελθόν, επιτρέποντας στον ομιλούντα να οριοθετήσει κάποιο ήδη διανυθέν χρονικό διάστημα.

Η διαφορά της παρούσας με την πιο καθιερωμένη σημασία έγκειται στο ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με ελλείπουσα ποσότητα, και μάλιστα άυλου μεγέθους (του χρόνου) και όχι ποιότητα.

  1. «Αντί για 11,90 ευρώ τελική τιμή συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 19% για τον Ιούνιο και κάτι λιγότερα για τον Μάιο (που είναι σκάρτος μήνας και όχι ολόκληρος), με χρεώνουν 20,5 € ανά μήνα! Δηλαδή 72% πάνω από [...]»
    (Από εδώ)

  2. «Αν θέλετε μπορείτε να μην το πιστέψετε. Το πιο αξέχαστο (όχι το καλύτερο) το έκανα σε ένα οίκο ανοχής στην Πάτρα. Και λέω αλήθεια. Πάει σκάρτος χρόνος. Είχα πάει κάνα δυο φορές και είχα γνωριστεί λίγο με την κοπέλα. Απλά είχαμε ξεπεράσει τα πολύ τυπικά. Όμως εκείνη την νύχτα [...]»
    (Η συνέχεια εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

σκάρτος, σκαρτάρω:

  1. Σκάρτος = άχρηστος άνθρωπος, που δεν πρέπει να του δείχνεις εμπιστοσύνη.

  2. Λειψός.

  3. Σκαρτάρω = τρελαίνομαι.

  1. Όλοι τους αποδείχθηκαν σκάρτοι. Χάλασε ο κόσμος πια.

  2. Μια σκάρτη ώρα = λίγο λιγότερο από μία ώρα.

  3. Αυτός σκαρτάρισε, πάει πια: τού 'στριψε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία