Η φράση «έφαγε κόλλημα» στη γλώσσα των νέων σημαίνει: ο υπολογιστής, το κινητό ή οποιοδήποτε μηχάνημα μπλοκάρισε, έχει παρουσιάσει δυσχέρεια στη λειτουργία του. Ή το «τρώω κόλλημα» σημαίνει ότι αποκτώ εμμονή με κάτι.

  1. Ρε φίλε ο Ρένος έχει φάει κόλλημα με το παιχνίδι μπλάκ οπς, αν συνεχίσει έτσι στο δεύτερο τρίμηνο, από βαθμούς θα πιάσει πάτο.

  2. - Φτου!!! έφαγε κόλλημα το κωλοκινητό...
    - Έλα ρε μην τρελαίνεσαι, κάν' το ένα ρισέτ χαλαρά.

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Μου αρέσει κάτι πάρα πολύ.
  2. Εθίζομαι σε κάτι.
  3. Επαναλαμβάνω κάτι μηχανικά, ξανά και ξανά.

Βλέπε και κολλάω (με κάτι).

1α. - Τρελό κόλλημα έχω φάει με την ντίσκο τώρα τελευταία! Έχω κάνει τον Τραβόλτα εικόνισμα!

1β. - Θέλω να είμαι συνέχεια μαζί της, έχω φάει κόλλημα σου λέω!
- Ηρέμησε ρε χαζομούνη! Θα σε φτύσει στο τέλος έτσι όπως κάνεις!

  1. - Μισό λεπτό να ελέγξω το mail μου και φεύγουμε...
    - Κάθε τρία λεπτά το ελέγχεις, τι κόλλημα είναι αυτό που έχεις φάει;

  2. - Τι γίνεται με τον Άρη; Αμίλητος κάθεται και κάθε λίγο και λιγάκι βγάζει το κινητό από την τσέπη και το κοιτάει...
    - Δεν τά 'μαθες; Χώρισε με τη δικιά του και τώρα έχει φάει κόλλημα. Κοιτάει συνέχεια το κινητό του μπας και τον έχει πάρει τηλέφωνο κι αυτός δεν το άκουσε...

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία