Χλαπακιάζω μέχρι σκασμού, τρώω σαν λύκος, κατεβάζω γατοκέφαλα.

Χρησιμοποιείται και μεταφορικά και για κάθε αποδέκτη Miesens.

Σύμφωνα με τον Μάνο Χατζιδάκι, η λέξη ετυμολογείται εκ του υδρόλυκου, του μυθικού υβριδίου λύκου και υδρόφιδου. Κατ' άλλους είναι εκ του δρολυκώνω , δηλαδή παθαίνω υδροκήλη απ' την πολλή μασαμπούκα (Πηγή: Μείζον Ελληνικό Λεξικό Τεγόπουλου-Φυτράκη).

Η τρούφα και γενικά τα μανιτάρια δεν είναι κοιλιοδουλεία. Αν είμαι κοιλιόδουλος πλακώνω τις μπριτζόλες και τις παπάρες στην ντοματοσαλάτα και ντερλικώνω. Ααυτές οι γεύσεις είναι μεγαλείο και εμείς που τις επιδιώκουμε, ευ ζωιστές. Και τα σκυλάκια που τις βρίσκουν αγγελούδια :) Η Ρίτα μου (γερμ. ποιμενικό) έβρισκε λακτάριους και σκινάδες χωρίς να της δείξω ποτέ-συμμεριζόταν τον ενθουσιασμό μου όταν τους ανακάλυπτα και μετά από μία σαιζόν που κοίταγε και μύριζε απορημένη την επόμενη χρονιά πήγαινε στον θάμνο και γάβγιζε. Τι καλό σκυλί και τι ζώον αυτός που μου την εκτέλεσε στην άκρη του δρόμου-που να φαει δηλητηριώδη μανιτάρια από αυτά που ούτε με πολλαπλή μεταμόσχευση δεν σώνεσαι...
(από εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Με αρέσει αυτό που τρώω, ευχαρίστηση για φαγητό.

Πω ρε φίλε, ντερλίκωσα, έφαγα δυο σουβλάκια, το ευχαριστήθηκα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία