Άτομο το οποίο κινητοποιείται στο άκουσμα της φράσης
«Άντε φέρε μου αυτό...».
Να σημειωθεί ότι το μεσαίο έψιλον προφέρεται ελαφρώς, σαν γιώτα, αποδίδοντας στο λήμμα μια γαλλική εσάνς.

- Χρειάζομαι εκείνες τις βρώμικες κουρελούδες. Άντε φέρε μού τες.
- Α, δεν είναι εδώ ο αντεφέρ.

Βλ. και άι φέρ', eyefair, άιφερ μάνατζερ, σύρφερ μάνατζερ, φερερές

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνένωση των προσταγών «άντε, φέρε», με ταυτόχρονη παράλειψη του τελικού «ε».

Η λέξις πλέον, με την κατάλληλη προφορά, αποπνέει μια γαλλοπρεπή esscence μεγαλοπρέπειας.

Προσφώνηση η οποία αντικαθιστά το όνομα του προσώπου, αλλά και την επαγγελματική του ιδιότητα.

Αυτός που όλοι τον στέλνουν να φέρει κάτι: ο groom του ξενοδοχείου.
Το παιδί για όλες τις δουλειές, ο βοηθός.

  1. Receptionist: - «Αντεφέρ», πετάξου στο περίπτερο να φέρεις την εφημερίδα του κυρίου Παπαρίδη!

  2. Άντε φέρε τα χρεωστικά απ' το bar γιατί έχω αναχωρήσεις, και μετά τις βαλίτσες της κυρίαςτου (1)69.

Βλ. και άι φέρ', eyefair, άιφερ μάνατζερ, σύρφερ μάνατζερ, φερερές

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνώνυμο του σύρφερ. Να σημειωθεί εδώ ότι το ρ προφέρεται ελαφρώς ως γ, προκειμένου να αποδοθεί η γαλλική εσάνς που απαιτείται.

- Πού είναι αυτός ο σύρφερ επιτέλους! Κάνει πολύ παρέα με τον αντεφέρ και από δουλεία τίποτα...
- Ναι, τους είδα πριν μαζί να χαζεύουν.

Βλ. και άι φέρ', eyefair, άιφερ μάνατζερ, σύρφερ μάνατζερ, τραβαφέρ, φερερές

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία