1. Εισπράττω, κυρίως μετρητά.

Τα παντελόνιασες τα λεφτά ή σ' έχουν ακόμα στο περίμενε;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κυριολεκτικά είναι βάζω στο παντελόνι μου.
Τσεπώνω, εξασφαλίζω κάποια χρήματα για τον εαυτό μου πριν να είναι πολύ αργά (στις μετοχές π.χ). Συνήθως το «παντελόνιασμα» γίνεται με δόλιο τρόπο και αναφέρεται σε μεγάλη ποσότητα χρημάτων. Το ουσιαστικό είναι ο παντελονιάρης.

- Τι γίνεται ο Πάτροκλος ρε Πολυδεύκη;
- Πού να ξέρω ρε Κάστορα. Άσε με με το μαλάκα... Αφότου παντελόνιασε τα λεφτά από εκείνη την εταιρία που είχαμε κάνει, έγινε Λούης και δεν τον έχω ξαναδεί...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία