Στην ταβλαδόρικη ορολογία χύνομαι σημαίνει ότι έχω πολλά πούλια ανοιχτά για πλάκωμα στο πλακωτό ή για χτύπημα στις πόρτες. Το ίδιο και στο παίγνιο μετά τραπουλοχάρτων Ξερή, όταν καλείται ο παίχτης να ρίξει το πρώτο φύλο, λέμε ότι χύνεται.

Συνώνυμο: απλώνω τραχανά.

Πηγή: allivegp

Τι χύνεσαι έτσι ρέεϊ! Θα το φας το πλάκωμά σου!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στο δημοτικό ήδη μας έμαθαν ότι τα υγρά (όπως και τα αέρια) δεν έχουν δικό τους σχήμα, αλλά παίρνουν αυτό του δοχείου που τα περιέχει.

Οποιοσδήποτε, λοιπόν, περάσει το σημείο τήξης του λόγω βαρεμάρας και υγροποιηθεί, χύνεται στο πλησιέστερο κάθισμα, κατά προτίμηση καναπέ ή πολυθρόνα, αλλά και καρέκλα απλή κάνει, αρκεί να έχει υποχείρια. Αφού κάποιος χυθεί και πάρει το σχήμα του καθίσματος, ενδεχομένως και με τα πόδια να βρίσκονται ψηλότερα από το κεφάλι και τη γάγγραινα να επικρεμάται, οποιαδήποτε διέγερση είτε περνάει απαρατήρητη, είτε αποτελεί κάζους μπέλι-μπέλι, κατσιβέλι.

Κατά τρόπο προφανή, είναι αδύνατον να χυθεί κάποιος σε σκαμπώ, ενώ το να χυθείς σε πουφ είναι μάλλον οριακό από τα κάτω.

- Πώς έχεις χυθεί έτσι στο γκαναπέ πάλι ρε τεμπελχανά;
- Ξεσκότα μου το μπούτσο.

(από jesus, 10/06/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία