Αναθέτω υπερβολικό φόρτο εργασίας σε κάποιον. Προϋποθέτει ή υπονοεί σχέση ιεραρχίας, δηλαδή δεν μπορούμε να τεντώσουμε κάποιον ίσο ή ανώτερό μας, και εάν χρησιμοποιήσουμε το ρήμα σε αντίθετα συμφραζόμενα υπονοούμε ότι αυτός που τεντώνει τον άλλον συμπεριφέρεται ή είναι στην ουσία ιεραρχικά ανώτερος.

- Πώς πάει στη δουλειά ρε συ;
- Γάμησέ με, εμ δουλεύω μπλοκάκι εμ με τεντώνει το αρχίδι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνώνυμο του «τον σφυράω», φυστικώνω. Κάνω έρωτα σε κάποιον. Το χρησιμοποιούμε συχνά θέλοντας να δώσουμε υπεροπτική αξία σε αυτό που κάναμε...

- Ρε εσύ θυμάσαι της προάλλες εκείνο το φίνο γκομενάκι; την Μαρία;
- Ναι ρε εσύ.
- Κανονίσαμε για καφέ και μετά πήγαμε από το σπίτι μου και την τέντωσα για τα καλά...
- Πω ρε φίλε έγραψες...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία