Συμφωνώ με Bubis. Από την τουρκ. λ. dangalak = αμόρφωτος, αστοιχείωτος , άξεστος , ηλίθιος... Την λέξη «ταγκαλάκι» χρησιμοποιεί συχνά και ο Κολοκοτρώνης, βλ. εδώ: http://users.uoa.gr/~nektar/history/3contemporary/narrations_fighters_1821.htm

Μας την πέσαν κάτι ταγκαλάκια των πολιτικάντηδων για να μας πουν τι να ψηφίσουμε, αλλά τα μαδήσαμε...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το προστάδιο εξέλιξης του κάγκουρα.

Η λέξη οδεύει προς την αχρηστία καθώς, λόγω της βελτίωσης στην διατροφή και τις βελτιωμένες ιατρικές υπηρεσίες, τα ταγκαλάκια εισέρχονται τάχιστα στην ηλικία του κάγκουρα.
Αυτή η εξέλιξη συνεπικουρείται από:
α) την άνοδο του εισοδήματος, επιτρέποντας την αγορά / επιχορήγηση τετράτροχου σε τρυφερή ηλικία,
β) την ευελιξία της δανειακής αγοράς που διαθέτει πόρους για μαλακίες και
γ) το διαδίκτυο που υποδαυλίζει τα α) και β) βάζοντας ιδέες.

Το ταγκαλάκι, ή ορθότερα τα ταγκαλάκια, καθώς ζούνε σε αγέλες, συνήθως
α) έχουν τα ενδιαιτήματα τους σε λαϊκές συνοικίες, β) βόσκουν σε παρακείμενα πάρκα,
γ) φωλιάζουν καθήμενα στις ράχες από τα παγκάκια στα πάρκα,
δ) φωράνε τιραντέ φανελάκι και συχνά διχάλα 1-4,
ε) κάνουν οικονομίες για να πάρουνε ΒΜΧ ή παπάκι (αναλόγως εποχής και ηλικίας),
ζ) κοιτάνε τα παρερχόμενα πιπίνια με κάτι μάτια να, και τα χέρια στις τσέπες.

Από τις 17/07/1996 τα ταγκαλάκια έχουν περιληφθεί στον Κατάλογο Απειλούμενων Ειδών της IUCN (http://www.iucnredlist.org)

- Ποίος φώναζε ρε συ μεσημεριάτικα;
- Έλα μωρέ, κάτι ταγκαλάκια ήτανε, αλλά φύγανε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία