Το φρικιό. Αυτός που έχει περίεργη ή άσχημη εμφάνιση. Χρησιμοποιείτο κατά κόρον στις ελληνικές τηλεταινίες του '80.
-Έχει χαλάσει το νησί, κάθε καλοκαίρι έρχονται κάτι φρίκουλα με τα σκισμένα ρούχα και τα πολύχρωμα μαλλιά!
Το φρικιό. Αυτός που έχει περίεργη ή άσχημη εμφάνιση. Χρησιμοποιείτο κατά κόρον στις ελληνικές τηλεταινίες του '80.
-Έχει χαλάσει το νησί, κάθε καλοκαίρι έρχονται κάτι φρίκουλα με τα σκισμένα ρούχα και τα πολύχρωμα μαλλιά!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ή καραφρίκουλο, ο υπερθετικός του φρικιό.
-Με το μαλλί ορθό και τα καρφιά στη μύτη, μόνο νορμάλ δεν είναι!
-Τι νορμάλ ρε; Εδώ μιλάμε για καραφρίκουλο!
Σύγκρινε με υποφρικιό.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!