Από το μπούρτζι, πυροβολαρχείο που προστατεύει ένα λιμάνι, και το βλάχος.

Αρχικά, χρησιμοποιούταν προς απόδοση της μεταφορικής έννοιας Φρουρίου-βλαχιάς, ή καρά-βλαχιάς για πρόσωπα με τελείως αγροίκους τρόπους.

  1. Σκωπτική λαϊκή έκφραση ως προσωνυμία των βλαχοποιμένων.
  2. Αγροίκος, άξεστος.

Καθηγητής μουσικής προς μαθητή ----> Πιάσε μια λα μινόρε... ΛΑ ΣΟΥ ΕΙΠΑ ΒΡΕ ΜΠΟΥΡΤΖΟΒΛΑΧΕ!!

Μεταξύ «φίλων» ----> Πωωω, πόση κέτσαπ έβαλες στο φαΐ βρε μπουρτζόβλαχε!!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία