Το στριφτό τσιγάρο που είναι πολύ χοντρό. Συνήθως και ο υπερμεγέθης μπάφος.

Τι μπουρί είναι αυτό που έστριψες; Να δω πώς θα το καπνίσεις.

(από patsis, 02/10/09)

βλ και καρότο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο μεγάλος σωλήνας. Xρησιμοποιείται όμως και για τις χοντρές εξατμίσεις που έχουν τα πειραγμένα αυτοκίνητα. Τέτοιες εξατμίσεις βάζουν συνήθως τα σπατάνια, οι κάγκουρες και οι μπουρναζιώτες.

Κοίτα ρε το μπουρί που 'χει βάλει το άτομο στο αμάξι, λες και είναι καμιά φερράρι 5000 κυβικών!

(από protnet, 26/09/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το ορθάνοιχτο, ξεχειλωμένο μουνί, μέσα από το οποίο βλέπεις έως τις παρυφές του γαλαξία μας. Έχει έννοια παραπλήσια με της πηγαδομούνας.

- Ρε συ Μάνο, κουνιόμουνα μέσα-έξω στο μουνί της Λίτσας αλλά δεν καταλάβαινα τίποτα.
- Φαρδύ μπουρί ε;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χοντρό και ευμέγεθες μπαφοτσίγαρο, συνήθως στριμμένο με τεχνικές πέραν του Τ.

Τι μπουράκλα έστριψες πάλι ρε Κούλη; Σφύζει από φέο!

(από doodoon, 15/04/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συμπληρωματικά προς τους ήδη υπάρχοντες ορισμούς, μπουρί λέγεται και μηχάνημα (αυτοκίνητο, μηχανή, πισί) που δεν πάει πόντο, που είναι άχρηστο και υπάρχει για να σπάει αρχίδια.

  1. Πέτα το το μπουρί, μωρέ, ακόμα το 486 παλεύεις;

  2. - Λοιπόν, μάστορα, θέλω να μου το κάνεις το λάντα μου να πετάει, να πατάει ό,τι κινείται. Ξέρεις, φίλτρα, εξατμίσεις, προγράμματα, της παναγιάς τα ράμματα.
    - Οκέυ.
    - Πότε να περάσω;
    - Το απογευματάκι θα τό 'χω έτοιμο.
    - Με δουλεύεις;
    - Εγώ άρχισα; Άε παρ' το μπουρί σου και φύγε λέμε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μπουρί ονομάζουμε επίσης άντρα δυνατό με ευμέγεθες σώμα.

Αν είσαι τόσο νταής όσο μας το παίζεις Νικολάκη, πήγαινε δείρε τον Σόφο που είναι μπουρί!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σε πολύ μάγκικο ύφος, το αντρικό όργανο.

(νοσοκόμα στο μαιευτήριο)
- Συγχαρητήρια κύριε Mητσάρα, είναι αγόρι.
(Mητσάρας)
- Εεμ βέβαια, τι άλλο θα έβγαζε ο μητσάρας με το μπουρί του!!
(νοσοκόμα)
Να το ξεκαπνίζετε όμως το μπουρί σας πού και πού γιατί το μωρό βγήκε μαύρο!!

(από το ΑΜΑΝ)

Το βιντεάκι του Α.Μ.Α.Ν. (από Cunning Linguist, 02/06/08)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία